Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Xenia (2014)

Το «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα είναι μια ταινία που το ελληνικό σινεμά έχει ανάγκη. Πρόκειται για κάτι που δε βλέπουμε συχνά, καθώς καταφέρνει να ξεφύγει εντελώς από το κύμα επιρροής του «Κυνόδοντα», αλλά και από τον γενικότερο πεσιμισμό που έχει κυριεύσει το ελληνικό σινεμά και να χαράξει μια καθαρά δική του πορεία. Χωρίς να έχει ποτέ την ανάγκη να δείξει εσωστρεφές ή ιδιαίτερα διανοούμενο, μα ούτε και να γίνει mainstream, αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι θέλει πραγματικά να αρέσει!

Όπως ο τίτλος «Xenia» («Ξενία» κι όχι «Ξένια», όπως μας διορθώνει κοροϊδευτικά η ίδια η ταινία!) αφενός αναφέρεται στα ομώνυμα εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία που παίζουν ρόλο στην ιστορία και αφετέρου αποτελεί ένα κοινωνικών προεκτάσεων λογοπαίγνιο, έτσι κατά κάποιο τρόπο και η ταινία: Εστιάζει τόσο στην ακριβή αποτύπωση μιας παρακμιακής ελληνικής πραγματικότητας όσο και στο τρυφερό road movie που αποτελεί τον κορμό της αφήγησης.

Έτσι, στο πρόσωπο των (όχι πάντα, αλλά ως γενική εντύπωση) εξαιρετικών νεαρών πρωταγωνιστών παρακολουθούμε δύο συμπαθέστατους και, κυρίως, ολοζώντανους χαρακτήρες, για τους οποίους το σενάριο ενδιαφέρεται, επιτέλους, πραγματικά και δεν τους τοποθετεί εκεί ως απλούς φορείς μηνυμάτων και αλληγοριών. Και οι Κώστας Νικούλι και Νίκος Γκέλια δεν μπορούν παρά να σε κερδίσουν, με αρκετά στιγμιότυπα της κυκλοθυμικής τους σχέσης να προσθέτουν πόντους εκπληκτικής ειλικρίνειας στο εγχείρημα. Highlight η σκηνή της «anime μονομαχίας» τους, που δεν υπήρχε στο σενάριο, αλλά προστέθηκε όντας αληθινό «παιχνίδι» των πρωταγωνιστών.

Φυσικά, οι δύο αυτοί ήρωες, που αισθάνονται περιθωριοποιημένοι και ξένοι στη χώρα που τους μεγάλωσε, ευνοούν απόλυτα και τον βαθύ κοινωνικό χρωματισμό όλης της ταινίας. Η πραγματικότητα της Ελλάδας του σήμερα -ο ρατσισμός, το (γενικότερο) μίσος, η περιθωριοποίηση (κι η προσπάθεια αποδοχής) σε πρώτο πλάνο, μα και οι άστεγοι κι ο φασισμός σε δεύτερο- σκιαγραφείται με ανατριχιαστική αμεσότητα και συνοδεύει ανελλιπώς τους πρωταγωνιστές στο ταξίδι τους. Αυτή η αμεσότητα προσδίδει πραγματική δύναμη στις κοινωνικές προεκτάσεις της ταινίας, με αξιοσημείωτο παράδειγμα την επίθεση φασιστοειδών στους δρόμους της Αθήνας. Το φιλμ καταφέρνει να θίξει με οξυδέρκεια ένα σωρό προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, πάντοτε ωστόσο σε τέλεια αρμονία με το κεντρικό στόρι και χωρίς ποτέ να επιβαρύνεται με μίσος και απαισιοδοξία η εντυπωσιακά εύθυμη αντιμετώπισή του από τον Κούτρα.

Μια ταινία τόσο κοινωνικά διεισδυτική και ταυτόχρονα τόσο απολαυστική στην παρακολούθησή της πρόκειται όχι μόνο για ένα σπουδαίο κατόρθωμα, αλλά και για κάτι που πραγματικά χρειάζεται αυτή τη στιγμή το σινεμά μας. Αντιπαραβάλλοντας τη σκληρότητα της ελληνικής πραγματικότητας με τρυφερότητα, χιούμορ και τον πολύχρωμο εσωτερικό κόσμο των νεαρών πρωταγωνιστών, ο Κούτρας δημιουργεί –επιτέλους- ένα φιλμ που θα αρέσει σε όλους. Ή τέλος πάντων σε όλους όσους θέλει να αρέσει…

Βαθμολογία: 3.5/5

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Godzilla (2014)

 Ας είμαστε ειλικρινείς, η ταινία θα βρει αναμφίβολα το κοινό της. Οι φαν των ταινιών καταστροφής θα απολαύσουν τη δυνατή σκηνοθεσία, τα φοβερά εφέ, την εντυπωσιακή εικόνα και γενικώς το υψηλό τεχνικό επίπεδο. Οι φαν του Godzilla θα μείνουν με το στόμα ανοιχτό στη θέα ενός τέρατος γιγάντιου κι εκπληκτικά επιβλητικού, ασύγκριτα πιο καλοφτιαγμένου, φυσικά, από το αντίστοιχο του 1998, αλλά και πολύ πιο κοντά στο πρωτότυπο λουκ του. Αν ο πολύς θόρυβος σας φέρνει πονοκέφαλο εννοείται ότι θα μείνετε μακριά, ωστόσο προσωπικά έχω έντονες ενστάσεις ακόμα και για τους παραπάνω λόγους που θα κάνουν το φιλμ να εκτιμηθεί.

Μου θύμισε πολύ την περίπτωση του –τρομακτικά απογοητευτικού- περσινού «Man of steel». Το ότι και τα δύο προέρχονται από τις ίδιες εταιρίες παραγωγής δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει τη σύγκριση. Αμφότερα αποτελούν θύματα της (μετα-νολανικής) μόδας των σκοτεινών, σοβαροφανών blockbuster. Μόνο που ο Nolan χρησιμοποιούσε τη σοβαροφάνειά του υποστηρίζοντάς την με στιβαρά σενάρια, κάτι που καθόλου δεν φαίνεται να απασχολεί το στεγνά εμπορικό Χόλιγουντ.

Ο νέος «Godzilla» λοιπόν, ξεκινά πολλά υποσχόμενος, με ένα αληθινά επιβλητικό πρώτο ημίωρο-45λεπτο να χτίζει εντυπωσιακή ένταση, πριν την εμφάνιση του πρώτου τέρατος. Κάπου εκεί χάνουμε τον Bryan Cranston και στη θέση του παίρνουμε μερικά απειλητικά, γιγάντια τέρατα. Κάπου εκεί επίσης, χάνουμε και σχεδόν κάθε αίσθηση καθηλωτικής αγωνίας και υποψία ανθρώπινων χαρακτήρων και στη θέση τους παίρνουμε… όλη την υπόλοιπη θορυβώδη διάρκεια της ταινίας.

Οι σεναριογράφοι σιγά-σιγά απομακρύνονται και αφήνουν όλο το χώρο στον σκηνοθέτη Gareth Edwards να κάνει την υπόλοιπη δουλειά. Είπαμε, καλά την κάνει, εντυπωσιακά εφέ, εικόνες και λοιπά, αλλά του λείπει αυτό στο οποίο το παράκανε ο Emmerich: μια λίγο πιο ανάλαφρη διάθεση. Τουλάχιστον ο «Godzilla» του 1998, μέσα στην ανοησία του, ήταν ειλικρινής. Αυτός εδώ το παρακάνει από την αντίθετη μεριά (όπως ακριβώς και ο «Man of steel»), προσπαθώντας να δείξει τόσο σοβαρός, που γρήγορα ξεφουσκώνει και χάνει το ενδιαφέρον του. Όχι μόνο δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου χιούμορ, μα δεν υπάρχουν ούτε και χαρακτήρες για τους οποίους να νοιαστείς, ώστε να δικαιολογηθεί η σοβαροφάνεια. Όλοι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του φιλμ λειτουργούν ως γλάστρες που τρέχουν από δω κι από κει, καταφέρνοντας μόνο να αφαιρέσουν κινηματογραφικό χρόνο από τα τέρατα.

Ας το δούμε κι από την καθαρά geek πλευρά. Από τη μία, οι άνθρωποι απομακρύνουν χωρίς λόγο το φακό από τα πολύ πιο ενδιαφέροντα τέρατα. Μα κι από την άλλη, αυτά δεν είναι ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τρία κι έτσι ο κινηματογραφικός χρόνος του τόσο εντυπωσιακά καλοφτιαγμένου Γκοτζίλα μειώνεται ακόμα περισσότερο. Είναι βέβαια ευρηματικές οι απεικονίσεις των τερατο-μαχών από την οπτική των ανθρώπων (κι όχι πάντα της κάμερας-«παντογνώστη»), ωστόσο αισθάνεσαι μέσα σ’ όλα αυτά την περίφημη σαύρα να είναι σχεδόν κομπάρσος!

Αν και σίγουρα λοιπόν θα εκτιμηθεί για το δυνατό τεχνικό του επίπεδο (στα πλαίσια του οποίου, ωστόσο, τα άλλα τέρατα θα άξιζαν ένα ευρηματικότερο design), ο «Godzilla» είναι μια θορυβώδης ταινία καταστροφής που πλήττεται από κουραστική σοβαροφάνεια, αλλά και απόλυτη απουσία σεναρίου και ενδιαφερόντων χαρακτήρων για την αιτιολογήσουν. Να με συγχωρέσετε, αλλά εγώ δεν βρίσκω κάτι διασκεδαστικό σε αυτό.

Βαθμολογία: 1.5/5

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

The amazing Spider-man 2 (2014)


«Ένα πιο προσεγμένο σενάριο και κάποιον καλύτερο συνθέτη» είχα ευχηθεί πριν από δύο χρόνια να έχει ο δεύτερος «Amazing Spider-man». Το λοιπόν, υπάρχουν καλά και κακά νέα. Τα καλά είναι ότι ο James Horner, που συνέθεσε το ενοχλητικά αδιάφορο OST της πρώτης ταινίας, εδώ έχει αντικατασταθεί -κυρίως- από τον ίσως πιο περιζήτητο χολιγουντιανό συνθέτη, Hans Zimmer. Δεν έχουμε φυσικά κάτι τόσο αξιομνημόνευτο όσο το score των «Πειρατών της Καραϊβικής» ή του νολανικού Μπάτμαν, η βελτίωση ωστόσο είναι αισθητή. Το theme του Electro, δε, όπως παίζεται κατά τη «μεταμόρφωσή» του, είναι πράγματι επιβλητικότατο.

Τα κακά νέα είναι δυστυχώς και πολύ πιο ουσιώδη. Το νέο συγγραφικό team (μόνο ο James Vanderbilt συμμετείχε στην προηγούμενη ταινία) υπογράφει ένα σενάριο που παίρνει κάτω από τη βάση ακόμα και στα πιο βασικά στοιχεία πλοκής. Ας πάρουμε τα στοιχειώδη: Έχουμε από τη μία τον Spider-man κι από την άλλη δύο κακούς (δεν αναφέρω τον Rhino, μιας και είναι καθαρά δευτερεύων και εκτός βασικού στόρι) που τον μισούν θανάσιμα. Αν ρωτήσετε γιατί, θα είστε πολύ απαιτητικοί για αυτό το σενάριο όπου δε χωρούν διευκρινίσεις τέτοιων περιττών λεπτομερειών. Εκτός αν δεχτούμε ως κίνητρο του Electro το ότι έχει κόμπλεξ κατωτερότητας…

Το φιλμ μοιάζει γενικότερα να έχει αντιμετωπιστεί από τους συντελεστές του μάλλον ως ρομαντική κομεντί παρά ως super-hero film. Πράγμα βεβαίως που θα μπορούσε να μην είναι καθόλου κακό, δεδομένου του πόσο αποτελεσματικό ήταν και εξακολουθεί να είναι το love story των Andrew Garfield και Emma Stone. Μόνο που το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια σουπερηρωική ταινία που λειτουργεί τέλεια σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο κομμάτι και είναι άκρως προβληματική στο σουπερηρωικό!

Αυτός ο Spider-man λοιπόν φαντάζει τρομακτικά άνισος, σαν να πρόκειται για δύο διαφορετικές ταινίες που ενώθηκαν στο μοντάζ. Από τη μία, το υπέροχο ρομάντζο του Peter και της Gwen, που επαναφέρει ακέραια την καταπληκτική χημεία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους στο πρώτο μέρος, και, από την άλλη, η απογοητευτική περιπέτεια φαντασίας που, με εξαίρεση τα εντυπωσιακότατα πλάνα του Spider-man να αιωρείται πάνω από τη Νέα Υόρκη, σε κάνει να απορείς με την ανοησία όσων παρακολουθείς.

Αναλυτικά: Βλέπουμε σκηνές δράσεις δίχως ένταση, που προσπαθούν αμήχανα να συνδυάσουν δράση και χιούμορ, δίνοντας την εντύπωση ότι βγήκαν από παιδική σειρά κινουμένων σχεδίων. Βλέπουμε έναν Paul Giamatti στα όρια της γελοιότητας και έναν σχεδόν εξευτελιστικά κακογραμμένο Electro (Jamie Foxx). Βλέπουμε επίσης να θέτονται τα θεμέλια για τη σύσταση της ομάδας σούπερ-κακών «Sinister Six», με τον «αρχι-κακό» Green Goblin να μην έχει κανένα λόγο να είναι κακός! Και για κερασάκι στην τούρτα, σαν δόσεις ακούσιας αυτοπαρωδίας, βλέπουμε αφενός τους αμερικανούς πολίτες –παρουσιαζόμενους βλακωδώς μαζοποιημένους- να επευφημούν τον Spider-man και να γιουχάρουν τον Electro λες και βρίσκονται σε ρινγκ, και, αφετέρου, ένα παντελώς περιττό μίνι-subplot σε ένα αεροπλάνο, που δε σχετίζεται άμεσα με κανέναν από τους χαρακτήρες του στόρι!

Κι ενώ ο Spider-man σε αφήνει άναυδο για τη βιασύνη με την οποία αντιμετωπίζεται μια ταινία των 200 εκατομμυρίων δολαρίων, ο Peter Parker κατορθώνει να σε κερδίσει με τα πιο αγνά υλικά: τη χημεία μεταξύ ενός κινηματογραφικού ζευγαριού και την καρδιά που βρίσκει μια χαραμάδα μέσα σε ένα στεγνά εμπορικό κατασκεύασμα για να ριζώσει. Η ερωτική ιστορία του Peter και της Gwen, του Andrew και της Emma δεν είναι μόνο μια ανάσα φρεσκάδας μέσα σε ένα σύνολο εφετζίδικης μετριότητας, είναι όλη η ψυχή και το νόημα ύπαρξης της ταινίας. Είναι το μόνο στοιχείο της στο οποίο τα πάντα λειτουργούν άψογα, επειδή οι δύο πρωταγωνιστές έχουν ταιριάξει τόσο πολύ που όλα τα άλλα, οι ατάκες, η πορεία της σχέσης τους, μοιάζουν να διαμορφώνονται από μόνα τους. Περιέχει τους μοναδικούς αληθινά απολαυστικούς διαλόγους του σεναρίου, που συνδυάζουν εύστοχο χιούμορ με μια ιδιαίτερη τρυφερότητα. Και τελικά αυτό το love story εντυπωσιάζει πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε CGI με το πόσο συγκινητικό καταφέρνει να γίνει, με αποκορύφωμα μια εξέλιξη-σταθμό για τα κόμικς, που θα έχουν ήδη προβλέψει οι γνώστες των χάρτινων ιστοριών του ήρωα. Μετά από αυτό το «I love you» πάντως, ο Spider-man κερδίζει επάξια τον τίτλο του πιο τρυφερά ρομαντικού σούπερ-ήρωα και αξίζει να τον θυμόμαστε έστω και μόνο για αυτό.

Συνοπτικά, ο δεύτερος «Amazing Spider-man» είναι εξαιρετικά άνισος, τόσο που μοιάζει χωρισμένος σε δύο ταινίες, με την αδικαιολόγητα αδύναμη σουπερηρωική περιπέτεια να χάνει κατά κράτος από το αληθινά υπέροχο ρομάντζο. Οι κακοί είναι απαράδεκτοι και η ταινία φλερτάρει με το camp, έχει όμως την τύχη να διαθέτει για πρωταγωνιστή τον Andrew Garfield, ο οποίος παραδίδει μια μνημειώδη για το είδος ερμηνεία. Και όσο κι αν χάνεται πίσω από τη μάσκα και τις κακές σκηνές δράσεις, ο ταλαντούχος 31χρονος (!) ηθοποιός έχει δημιουργήσει ένα χαρακτήρα που δεν μπορείς παρά να αγαπήσεις.

Υ.Γ.: Καλό θα ήταν πάντως για τον Marc Webb να επιστρέψει στις ρομαντικές κομεντί. Προβλέπεται ότι θα κάνει θαύματα.

Βαθμολογία: 2/5

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Να κάθεσαι και να κοιτάς (2013)

Λογικά, την ταινία θα εκτιμούσε πολύ ο Οικονομίδης! Μοιάζει έντονα επηρεασμένη από το κινηματογραφικό σύμπαν του και από την κοινωνική ματιά του. Παρόλα αυτά, ο Γιώργος Σερβετάς φαίνεται πως προσπαθεί να αποφύγει την ψυχρότητα του Οικονομίδη και του «weird» κύματος και να δημιουργήσει ένα δραματικό θρίλερ που δε θα αφήσει το θεατή συναισθηματικά αμέτοχο. Που θα τον κάνει να ταυτιστεί με τους ήρωες και να νοιαστεί για αυτούς. Όσο ευχάριστες όμως κι αν ακούγονται οι προθέσεις αυτές, νομίζω πως εκεί ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα του φιλμ.

Δεν αναπτύχθηκε τυχαία η «weirdness» στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Από την ανάγκη για αιχμηρό κοινωνικό σχολιασμό γεννήθηκε αυτή η ψυχρή, «περίεργη» κινηματογραφική ματιά, που αδιαφορεί για το συναίσθημα ώστε να θέσει σε πρώτο πλάνο το μήνυμα και την αλληγορία. Στην περίπτωση του «Να κάθεσαι και να κοιτάς», ο Σερβετάς μοιάζει, αντιθέτως, να θέλει να χτίσει την κοινωνική αλληγορία του κερδίζοντας παράλληλα το θεατή συναισθηματικά και να περάσει τα μηνύματά του μέσα από το δράμα κι όχι την αποστασιοποιημένη ταινία «μηνύματος». Το θέμα είναι πως για την επιτυχία της ταινίας ως δραματική θα χρειαζόταν πιο στιβαρή δραματουργία, πιο σαφές κέντρο βάρους, ίσως κι ένας πιο «ανοιχτός» πρωταγωνιστικός χαρακτήρας. Για μιάμιση ώρα όμως, παρακολουθείς μια ιστορία η οποία αδυνατεί να βρει σε ποιο σημείο να εστιάσει, μια σειρά από χαρακτήρες για τους οποίους δεν νοιάζεσαι στ’ αλήθεια. Ο Δημήτρης του Κωνσταντίνου Σειραδάκη, δε, δεν φανερώνει ποτέ τι ρόλο ακριβώς παίζει στο στόρι.

Σαφής η προτροπή του τίτλου να μην «κάθεσαι και κοιτάς», όμως λόγω των παραπάνω, η ταινία αδυνατεί να σου περάσει κάποιο ισχυρό μήνυμα ή να εισβάλλει αρκετά στο μυαλό σου. Πάντως, ο έξοχος Νίκος Γεωργάκης στο ρόλο του κινηματογραφικού «κακού» (ας πούμε) είναι ο πιο αληθινός χαρακτήρας του φιλμ, με μια εφιαλτική έννοια. Είναι ένας χαρακτήρας γλοιώδης, αλλά και τρομακτικά καθημερινός, που ενσαρκώνει επιτυχώς πολλές από τις όψεις της ανθρώπινης παρακμής που ο Σερβετάς επιχειρεί να θίξει. Δίπλα του, ο Γιώργος Καφετζόπουλος εκφράζει με τη σειρά του μια ακόμη ενοχλητική αλήθεια, το πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει η δύναμη της εύκολα χειραγωγήσιμης αμορφωσιάς του… «στόκου», όπως τον χαρακτηρίζει η Αντιγόνη (Μαρίνα Συμεού).

Αξίζει να σημειωθεί η ερμηνεία του ταλαντούχου Γιάννη Δρακόπουλου (γνωστού από τα τηλεοπτικά «Σφηνάκια»), ο οποίος εκπλήσσει ευχάριστα αποδεικνύοντας πως οι δυνατότητές του δεν περιορίζονται στην κωμωδία.

Συνοπτικά, το αδύναμο δράμα αποδυναμώνει και τα μηνύματα της ταινίας, αφήνοντας, δυστυχώς, το θεατή κατά την παρακολούθηση απλώς… να κάθεται και να κοιτάει.

Βαθμολογία: 2/5

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

The Hunger Games: Catching fire / The Hunger Games: Φωτιά (2013)

Το πρώτο Hunger Games ήταν μια τεράστια έκπληξη, ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και πρωτόγνωρο για τα χολιγουντιανά δεδομένα μπλοκμπάστερ που είχε για στόχο εξίσου θέαμα και πολιτικά σχόλια. Ακόμα και η σκηνοθεσία του Gary Ross προσπαθούσε να αποτινάξει από πάνω της το άρωμα θεαματικού Χόλιγουντ, με την αεικίνητη κάμερα να δίνει μια επιπλέον αίσθηση πρωτοτυπίας. Όλο αυτό βέβαια κάπου εξατμίστηκε προς το τέλος, όπου το φιλμ έμοιαζε υποταγμένο στο εύκολο (και σεναριακά προβληματικό) θέαμα, το (υποχρεωτικό) ρομάντζο και τη συνοπτικών διαδικασιών προετοιμασία του σίκουελ.

Και εκεί που περιμένεις λοιπόν τη συνέχεια να είναι πιο κοντά στο συμβιβασμένο φινάλε της πρώτης ταινίας, παρά στην αιφνιδιαστική φρεσκάδα της (δεδομένης και της αλλαγής σκηνοθέτη), το "Catching Fire" έρχεται να σε πιάσει ξανά αδιάβαστο. Ναι, έχουμε ξαναεπισκευτεί το δυστοπικό (και ηθελημένα υπερ-κιτς) κόσμο του franchise, έχουμε ξαναπατήσει στην αρένα των εφιαλτικών "παιχνιδιών", έχουμε ήδη εντυπωσιαστεί από την ευρηματική σύλληψη της κινηματογραφικής αλληγορίας. Κι όμως, το δεύτερο κεφάλαιο της σειράς δεν επαναπαύεται στην ασφάλεια της δοκιμασμένης συνταγής, αλλά προσπαθεί να ενισχύσει τον προβληματισμό, αλλά και να βελτιώσει καθολικά την πρώτη ταινία. Η νέα είσοδος στην αρένα των "Hunger Games", μάλιστα, δημιουργεί το ίδιο ρίγος και την ίδια καθηλωτική αγωνία με την πρώτη φορά -πολλά εύσημα στον κύριο Francis Lawrence.

Η βασική βελτίωση εντοπίζεται στο σενάριο, που είναι πιο σφιχτοδεμένο και πολιτικά συνειδητοποιημένο. Δεν τίθενται ως προτεραιότητα ούτε η δράση ούτε τα ρομάντζα (ειδικά για το τελευταίο προσωπικά είμαι βαθύτατα ευγνώμων), αλλά η όξυνση της αλληγορίας και της κριτικής, που φαντάζουν πιο προσανατολισμένες, ακόμα κι αν -δικαιολογημένα, στα πλαίσια του είδους- δεν έχει ξεπεραστεί η απλοϊκότητά τους. Βεβαίως, το τέλος φανερώνει μια ασυγχώρητη σεναριακή "γκάφα" σε σχέση με το χαρακτήρα του μακαρίτη Philip Seymour Hoffman, ενώ υπάρχουν λεπτομέρειες που θα παραμείνουν αδιευκρίνιστες στο μυαλό σας -ειδικά αν δεν είναι φρέσκο στη μνήμη σας το πρώτο μέρος. Πλέον πάντως είναι φανερό πως στο target group του franchise είναι καθοριστική (και εντελώς συνειδητή) η ύπαρξη του ωριμότερου ηλικιακά κοινού, παρόλο που αυτή τη φορά δεν υπάρχει η ίδια τάση προς την πιο ενήλικη απεικόνιση της βίας.

Ίσως είναι αχάριστο να κατηγορηθούν τα "Hunger Games" για έλλειψη τόλμης (αφού, για τα ξεκάθαρα χολιγουντιανά δεδομένα, σχεδόν ξεχειλίζουν από αυτή), όμως είναι αλήθεια πως, αν είχαν περισσότερη, θα μιλάγαμε πιθανότατα για το απόλυτο μπλοκμπαστερικό franchise των ημερών μας, ό,τι καλύτερο έχουμε δει στο είδος εδώ και πολλά χρόνια. Για την ώρα, μία πραγματικά καλή (έστω και λογικής επεισοδίου), απολαυστικότατη και κάθε άλλο παρά κενή περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας είναι κάτι παραπάνω από αρκετή. Άλλωστε, όταν συνειδητοποιείς ότι η ανυπομονησία σου για το επόμενο "Hunger Games" ξεπερνά αυτή για το "Hobbit", καταλαβαίνεις πόσο σοβαρά πρέπει να το πάρεις...

Υ.Γ.: Για την Jennifer τα λόγια περιττά...

Βαθμολογία: 3.5/5

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Captain America: The Winter Soldier / Captain America: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα (2014)

Η Marvel έχει βρει τη χρυσή συνταγή της επιτυχίας και την ακολουθεί κάθε φορά αρκετά πιστά ώστε να μην υπάρχουν και πολλά καινούρια πράγματα να σημειώσει κανείς. Το κοινό ξέρει τι θα δει και δύσκολα απογοητεύεται, αφού αυτή η ισορροπία χορταστικής δράσης, αρκετού χιούμορ, ενός υποστηρικτικού (μπλοκμπαστερικού) στόρι στο background και ίσως κάποιου love-story έτσι για να υπάρχει, είναι αρκετή για να προσφέρει κάθε φορά κι από ένα σταθερά διασκεδαστικό δίωρο. Ακόμα κι αν προσωπικά θα ζητούσα λίγο μεγαλύτερο βάρος στην ανθρώπινη των ηρώων, που συνήθως αντιμετωπίζεται διεκπεραιωτικά, όταν η εν λόγω συνταγή εκτελείται τόσο απολαυστικά όσο εδώ, δεν αισθάνομαι ότι έχω το δικαίωμα για πολλά παράπονα.

Δεν ξέρω αν ο δεύτερος «Captain America» προσφέρει κάτι αξέχαστο, εκτελεί όμως την καθιερωμένη Μαρβελική συνταγή πραγματικά τέλεια. Πέρα από μερικές ευκολίες που (λόγω είδους και fun διάθεσης) προσπερνιούνται, το μόνο που κρατά πίσω τον ενθουσιασμό μας είναι η απουσία κάποιου αληθινά επιβλητικού κακού, αφού ο Winter Soldier αφενός απομυθοποιείται με το που πέσει η μάσκα του και αφετέρου κρατά έναν δεύτερο και όχι ουσιαστικά σημαντικό ρόλο –η ύπαρξή του στον τίτλο είναι για καθαρά εμπορικούς λόγους. Αντιθέτως, το σύντομο –φωνητικό- πέρασμα του Toby Jones προκαλεί μία ανατριχιαστική αίσθηση απειλής, ακόμα και χωρίς τη σωματική παρουσία του.

Κατά τ’ άλλα, η ταινία εξυπηρετεί απόλυτα το στόχο της και σε διασκεδάζει με ασταμάτητη, θεαματικότατη δράση και ικανοποιητικά πολύ, ως είθισται, χιούμορ. Αυτό όμως που της χαρίζει τη δύναμή της ως κινηματογραφική εμπειρία είναι (περιέργως, θα προσέθεταν κάποιοι) το σενάριό της. Οι Christopher Markus και Stephen McFeely παίρνουν ένα στόρι που υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε το απλό συνοδευτικό της δράσης και το τοποθετούν σε πρώτο πλάνο, καθιστώντας το το πιο ενδιαφέρον συστατικό του φιλμ. Έτσι, έχουμε μια εντυπωσιακά δυνατή ιστορία συνομοσιολογικού ενδιαφέροντος, που σε κερδίζει επειδή, κατά έναν τρόπο, αισθάνεσαι πως σε αφορά. Επιπλέον αναπτύσσει το love-story της υπαινικτικά και χωρίς να βιάζεται, ενσωματώνοντάς το πολύ εύστοχα στη γενικότερη πλοκή.

Περισσότερο περιπετειώδης και λιγότερο σουπερηρωικός σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες της Marvel, ο δεύτερος «Captain America» χωρίς να ξεχωρίζει, είναι όσο απολαυστικός χρειάζεται για να σας αφήσει πλήρως ικανοποιημένους. Διαθέτοντας στο είδος του ίσως το πιο δυνατό στόρι στη μετά-«Dark Knight» σουπερηρωική σινε-εποχή, κάνει τον πρωταγωνιστή του –επιτέλους- cool και μας ανοίγει την όρεξη για ακόμη περισσότερη Marvel

Και του χρόνου, λοιπόν…

Βαθμολογία: 3/5

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Zulu / Το ακρωτήρι της βίας (2013)

Ο Forest Whitaker είναι Νοτιοαφρικάνος ντετέκτιβ στιγματισμένος από τα ψυχολογικά τραύματα του Απαρτχάιντ και ο Orlando Bloom λευκός φίλος και συνεργάτης του, με διαλυμένες σχέσεις με την πρώην γυναίκα και το γιο του και μια εξίσου διαλυμένη ζωή. Ο Jerome Salle (διασκευάζοντας βιβλίο του Caryl Ferey) στήνει ένα σκληρό αστυνομικό θρίλερ με φόντο τη Νότια Αφρική και, σε πρώτη φάση, διαθέτει ένα ενδιαφέρον στόρι με αξιόλογους πρωταγωνιστές. Δεν υπάρχει λόγος να πάει κάτι στραβά. Μόνο που εντέλει δεν υπάρχει ούτε και για κάτι πραγματικά καλό…

Όσο ο Salle ρίχνει το κέντρο βάρους προς τον Whitaker, δείχνει να προσπαθεί να στρέψει και το κινηματογραφικό ενδιαφέρον προς το παρελθόν της Νότιας Αφρικής και τις μάλλον νωπές μνήμες του Απαρτχάιντ. Η ιστορία του Bloom αντιθέτως επικεντρώνεται στον ίδιο και την οικογένειά του και σε αυτό το πλαίσιο είναι σαφώς κλισέ. Γι’ αυτό και είναι περίεργο που τελικά αυτή είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από την πρώτη! Νομίζω πως αυτό πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στους δύο ηθοποιούς. Ο μεν Whitaker φαίνεται μάλλον να ακολουθεί κουρασμένος για μια ακόμη φορά την ερμηνευτική του μανιέρα (και αυτό μεταφέρεται στην οθόνη σαν ερμηνευτική μονοτονία), ενώ ο Bloom διατηρεί κάτι ζωντανό μέσα στο χαρακτήρα του, όσο κι αν το σενάριο τον θέλει χιλιοειδωμένο.

Αν κάπου (κυρίως προς το τέλος) νιώσετε να αρχίζετε να βαριέστε, είναι για τον ίδιο λόγο που το φιλμ δεν πρόκειται έτσι κι αλλιώς να χαραχτεί στη μνήμη σας. Δεν είναι κακό, όμως είναι έτσι φτιαγμένο ώστε η (σχεδόν) δίωρη διάρκειά του καταλήγει να κουράσει, παρόλο που σε γενικές γραμμές η ιστορία έχει στ’ αλήθεια ενδιαφέρον. Εκεί που αποτυγχάνει παντελώς ο Salle είναι στη δημιουργία σασπένς και έντασης, την οποία καταφέρνει να προκαλέσει μόνο με την ωμή βία.

Γενικώς δηλαδή λίγο χλιαρό, όχι ότι χάνεις το χρόνο σου όμως…

Βαθμολογία: 2/5