Όταν βλέπω μια αληθινά καλή ταινία, μια ταινία που αποτελεί μια ξεχωριστή και πραγματικά αξέχαστη εμπειρία, μια ταινία από αυτές που με σιγουριά μπορώ να χαρακτηρίσω αγαπημένες μου, τότε αυτή με στοιχειώνει μετά το τέλος της, δεν μου επιτρέπει να σκεφτώ τίποτα άλλο πέρα από αυτήν και με επηρεάζει ψυχολογικά πάρα πολύ έντονα. Καμία όμως μέχρι τώρα δε με έχει επηρεάσει τόσο πολύ όσο το Into the wild!
Αυτό οφείλεται στο ότι, ειλικρινά, ποτέ ξανά δεν έχω ταυτιστεί τόσο πολύ με κάποιον ήρωα όσο με τον μοναδικό Alexander Supertramp! Ο Σον Πεν με έκανε να νιώθω ό,τι νιώθει ο πρωταγωνιστής του, να θέλω ό,τι θέλει, να είμαι αυτός! Κάθε συναίσθημά του πίστευα κατά τη θέαση του έργου πως ήταν και δικό μου. Χάρηκα, θύμωσα, λυπήθηκα, ενθουσιάστηκα, απόλαυσα, φοβήθηκα, απογοητεύτηκα, αγάπησα και ερωτεύτηκα! Αυτόν το σκοπό εξυπηρετεί και η μεγάλη διάρκεια (δυόμισι ώρες!), να σε φέρει δηλαδή όσο το δυνατόν πιο κοντά με τον ήρωα και τα συναισθήματά του.

Θα περίμενε πιθανά κανείς τη σκηνοθεσία να μοιάζει σχετικά ερασιτεχνική, αφού ο Σον Πεν δεν έχει και ιδιαίτερα μεγάλη σκη-νοθετική εμπειρία. Προσωπικά, τη βρήκα αριστουργηματική! Πέρα από το ότι ο Πεν σε κάνει να ζεις αυτό που βλέπεις, δίνει έμφαση στην ακαταμάχητη ομορφιά της φύσης, που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα -όμως κανένα!- άλλο μέσο οπτικού εντυπωσιασμού. Η μαγεία (γιατί περί μαγείας πρόκειται) της φύσης είναι απερίγραπτα δυνατή από μόνη της και στον κινηματογράφο μπορεί να κάνει απολαυστική μέχρι και την πιο άθλια ταινία. Αρκεί ο σκηνοθέτης να ξέρει πώς να την παρουσιάσει. Εκεί βρίσκεται και η συγκεκριμένη μεγάλη μαγκιά του Σον Πεν. Στο γεγονός ότι προβάλλει τη συναρπαστική δύναμη της φυσικής ομορφιάς σε όλο της το μεγαλείο!
Μόνο που η φύση ενίοτε γίνεται επικίνδυνη και τρομακτική. Ούτε αυτή η πλευρά της λείπει από την ταινία και μάλιστα παριστάνεται εξίσου αποτελεσματικά. Η μαγεία μετατρέπεται σε απειλή και η απόλαυση σε παραλυτικό φόβο. Η αίσθηση του –θανάσιμου- φυσικού κινδύνου έρχεται ως σοκ στα μάτια του εκατό τοις εκατό ταυτισμένου με τον πρωταγωνιστή θεατή, του οποίου ο συνήθως αναπαυτικός καναπές μοιάζει πια άβολος και ο κόμπος που νιώθει στο στομάχι του τον πανικοβάλει.

Αξίζει να σημειωθούν τα δύο κατά τη γνώμη μου δυνατότερα σημεία του φιλμ. Πρώτον, οι σκηνές της Κρίστεν Στιούαρτ. Ό,τι δεν κατάφεραν οι τρεις μέχρι στιγμής ταινίες της σειράς Twilight, το καταφέρνει ο Σον Πεν μέσα σε δέκα μόνο λεπτά! Αισθάνεσαι κεραυνοβόλα ερωτευμένος με τη νεαρή ηθοποιό, για τον πολύ απλό λόγο ότι το συναίσθημα του έρωτα κυριαρχεί δυναμικά στις εν λόγω σκηνές, και φυσικά όχι επιφανειακά, όπως συμβαίνει όταν ένας δημιουργός παρασύρεται στον επίπεδο ψευτορομαντισμό των εμπορικών όρων, αλλά σε βάθος ικανό να “ξεθάψει” την πιο ευαίσθητη πλευρά του εαυτού σου! Η περιορισμένης διάρκειας ερμηνεία της πανέμορφης Στιούαρτ είναι συνταρακτική και η χημεία της με τον Έμιλ Χιρς τόσο ζωντανή που μιλάει απευθείας στην καρδιά!
Δεύτερον, το τέλος της ταινίας. Άριστα σκηνοθετημένο, σοκάρει, δεν κάνει χάρες και σίγουρα δεν μπορεί να σβηστεί εύκολα από τη μνήμη…
Τέλος, θα ήταν άδικο να μη γίνει λόγος για το εξαίρετο soundtrack της ταινίας από τον Eddie Vedder με το εκπληκτικό Guaranteed να ακούγεται τακτικά μέσα στο έργο, για τους υπόλοιπους ηθοποιούς όπως τους Χαλ Χόλμπρουκ, Γουίλιαμ Χαρτ και Κάθριν Κίνερ να δίνουν συγκινητικές ερμηνείες και φυσικά για το γεγονός ότι το αριστούργημα του Σον Πεν αποτελεί αληθινή ιστορία!
Συνοπτικά:
Η συγκλονιστική μαγεία της φύσης σε κάνει να χάνεις την αίσθηση του χρόνου και να χάνεσαι και ο ίδιος στην ομορφιά των εικόνων που πλαισιώνουν το εκπληκτικό καστ, η απειλή του κινδύνου, παράλληλα, σε τρομάζει, τα απολαυστικά τραγούδια του Έντι Βέντερ συνοδεύουν γοητευτικά μεγάλο μέρος του φιλμ, το τέλος σε στοιχειώνει και η άριστη σκηνοθεσία του Σον Πεν σε παραλύει καθώς έχεις την εντύπωση πως όσα βλέπεις τα ζεις! Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια αλησμόνητη, συναρπαστική ταινία-εμπειρία, την οποία μάλλον θα εκτιμήσει ιδίως το ανδρικό κοινό και προσωπικά αισθάνομαι συναισθηματικά δεμένος μαζί της, γιατί με άγγιξε βαθιά, πολύ βαθιά…