Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

La migliore offerta / The best offer / Το τέλειο χτύπημα (2013)

Ο αγαπημένος Giuseppe Tornatore επιστρέφει σε θριλερικά μονοπάτια, έχοντας διακριτικά τρυφερή διάθεση, δυνατό αγγλόφωνο καστ και, ήδη, μια εξαιρετική εισπρακτική πορεία στα ιταλικά ταμεία, που προμηνύει τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του ως σήμερα. Και φυσικά, άλλο ένα υπέροχο μουσικό «ντύσιμο» από τον μόνιμο συνθέτη του, Ennio Morricone, στον οποίο αποδίδεται μεγάλο μέρος του επαίνου για την υποβλητικότατη, γοητευτικά μυστηριακή ατμόσφαιρα της ταινίας. Χάρη σε αυτήν, το «The best offer» αναδεικνύεται σε ένα καθηλωτικό, όσο και σαγηνευτικό δραματικό θρίλερ, που φέρνει στο μυαλό την «Άγνωστη» (κυρίως στον τρόπο που ο Tornatore προκαλεί μια βαθιά αίσθηση αγωνίας), όντας όμως ένα σκαλί (ή και περισσότερα) ανώτερο από εκείνη.

«Υπάρχει πάντα κάτι αυθεντικό κρυμμένο σε κάθε πλαστογραφία» είναι η βασική ιδέα πάνω στην οποία χτίζεται η ταινία και ο Ιταλός δημιουργός προκαλεί το θεατή σε ένα παιχνίδι αλήθειας και ψέματος, όπου η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους αποδεικνύεται συχνά δυσδιάκριτη. Η αναμενόμενη μεν, απρόσμενα πολύπλοκη δε, ανατροπή του τελευταίου τετάρτου ίσως δεν πείθει απολύτως (όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις στη φιλμογραφία του Tornatore -βλέπε τη γαλλόφωνη «Απλή διατύπωση»), είναι όμως πολύ καλοστημένη σκηνοθετικά και καθιστά μια δεύτερη παρακολούθηση του φιλμ μια σχεδόν καινούρια εμπειρία, που έχει πολλά νέα στοιχεία να προσφέρει.

Πλάι όμως σε αυτό το μυστηριώδες, ατμοσφαιρικό και αγωνιώδες κομμάτι της απολαυστικής ταινίας του Tornatore, αναδύεται σταδιακά και μια εντυπωσιακά τρυφερή ιστορία, την οποία, ως ένα βαθμό, αφηγείται από μόνη της η ερμηνεία του υπέροχου Geoffrey Rush! Το φιλμ αγγίζει σε βάθος και με ευαισθησία τον χαρακτήρα ενός εκκεντρικού αριστοκράτη, ο οποίος βασανίζεται από την αδυναμία της κατανόησης και συναισθηματικής προσέγγισης του άλλου φύλλου. Ο δημοπράτης, εκτιμητής και συλλέκτης έργων τέχνης Virgil δεν κοιτά ποτέ μια γυναίκα στα μάτια, έχοντας ως μοναδική θηλυκή συντροφιά τη συλλογή του από γυναικεία πορτραίτα. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς να έλκεται ερωτικά από μια γυναίκα που, πάσχουσα από αγοραφοβία, φοβάται να εμφανιστεί μπροστά σε οποιονδήποτε. Μέσω της μυστηριώδους Claire, ο Tornatore απογυμνώνει συναισθηματικά μπροστά στα μάτια του θεατή τον πρωταγωνιστή του, σε αυτό το γοητευτικό ταξίδι του προς τη βίωση ή, καλύτερα, την ανακάλυψη της αγάπης…

Και μία μικρή ένσταση για τον άστοχο ελληνικό τίτλο του φιλμ, ο οποίος αγνοεί παντελώς τον ουσιαστικό παραλληλισμό –της δημοπρασίας με τον έρωτα, δύο βασικών στοιχείων της ταινίας- που κάνει ο αντίστοιχος πρωτότυπος («Η καλύτερη προσφορά»).

Βαθμολογία: 3.5/5

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Spring breakers (2012)

Αναποφάσιστο μεταξύ της mainstream ένοχης διασκέδασης (όπως τουλάχιστον, λίγο-πολύ, διαφημίστηκε) και μιας ανεξάρτητης art house παραγωγής, το «Spring breakers» δεν καταφέρνει εντέλει απολύτως τίποτα. Δεν διασκεδάζει, δεν κρύβει κανένα νοηματικό βάθος, δεν σκιαγραφεί τους χαρακτήρες του, δεν ερεθίζει καν σεξουαλικά, αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεονέκτημα. Οι αρχικά ενθουσιώδεις διακοπές των πρωταγωνιστριών για τον θεατή κάθε άλλο παρά ενθουσιώδεις είναι, εκτός κι αν ο Harmony Korine πίστευε πως η χρήση ανιαρών, ανούσιων και ψευτο-μελαγχολικών off-screen διαλόγων και μονολόγων μεταφέρει κάποιου είδους απόλαυση. Οι αφόρητα επαναλαμβανόμενες, ανελέητα αργές (εμφανώς με slow-motion) και σχεδόν σαδιστικά νυσταλέες ατάκες («Spring breakSpring breakSpring break forever!»… Βάθος, ε;) καθιστούν το φιλμ τρομακτικά ανιαρό, ενώ η «αλλού γι’ αλλού» στροφή του φινάλε στην περιπέτεια μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει -σε όσους έχουν μείνει ξύπνιοι μέχρι τότε…

Η ταινία υπονομεύει όλες (μα όλες!) τις αρετές που θα μπορούσε να έχει κάτω από μια προσπάθεια επίδειξης στυλ και τίποτα περισσότερο. Ενός στυλ που βρίσκεται όμως εκεί για να ντύσει ένα σενάριο το οποίο από μόνο του αξίζει, ειλικρινά, το απόλυτο μηδενικό! Αλλά και το «στυλ» αυτό δεν ξεπερνά εκείνο ενός κοινού βίντεο κλιπ. Ούτε εντυπωσιάζει, ούτε πρωτοτυπεί, ούτε και γίνεται ποτέ απολαυστικό, με εξαίρεση μόνο μία (ομολογουμένως ενδιαφέρουσα και σχεδόν σουρεαλιστικής υφής) σκηνή, όπου ο –έμπορος ναρκωτικών και ράπερ- James Franco ερμηνεύει το «Everytime» της Britney Spears, με τις τρεις νεαρές συνοδούς του να χορεύουν –φορώντας full-face μάσκες και κρατώντας όπλα στα χέρια- με φόντο το ηλιοβασίλεμα!

Το «Spring Breakers» εν ολίγοις δεν αποτελεί παρά ένα παρατεταμένο, αυτάρεσκο βίντεο κλιπ, το οποίο διαθέτει ανυπόφορα νωχελικούς ρυθμούς, αναπτύσσει τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστριών του όσο και αυτούς των κομπάρσων του και χαραμίζει απόλυτα τον κατά τα άλλα ενδιαφέροντα ρόλο τού πάντα αξιόλογου James Franco σε ένα παντελώς ανούσιο και απερίγραπτα βαρετό σύνολο. Και, όσο και να σπάσεις το κεφάλι σου, είναι αδύνατον να εντοπίσεις έστω έναν λόγο που η ταινία… υπάρχει.

Βαθμολογία: 0/5

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

The conjuring / Το κάλεσμα (2013)

Στο «Insidious», ο James Wan ανέδειξε μια πολλά υποσχόμενη σκηνοθετική ωριμότητα που δεν διαφαινόταν στις προηγούμενες ταινίες του –ασχέτως που δεν κατάφερε να τη διατηρήσει μέχρι τέλους. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ένα ακόμη βήμα στη δημιουργική του εξέλιξη με το επόμενο κινηματογραφικό του εγχείρημα, κάτι το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πραγματικά καλή επιτέλους ταινία τρόμου, ο Wan μένει στάσιμος.

Για την ακρίβεια, βλέποντας το «Conjuring» αισθάνεσαι σαν να παρακολουθείς για δεύτερη φορά το «Insidious». Χωρίς μεν τη γελοία αυτοπαρωδιακή διάθεση εκείνου, ούτε όμως και την ευρηματικότητά του όσον αφορά το αρχικό χτίσιμο ατμόσφαιρας τρόμου. Βασικά, χωρίς καμία ευρηματικότητα γενικώς. Η κάμερα του Wan καταγράφει, πλάι στα διάφορα μεταφυσικά φαινόμενα, κάθε λογής κλισέ του είδους, ανεξαρτήτως της «αληθινής» ιστορίας στην οποία το φιλμ επιμένει πως έχει βασιστεί…

Το σενάριο δεν υπογράφει αυτή τη φορά ο ίδιος ο Wan με τον ως τώρα μόνιμο συνεργάτη του Leigh Whannell, αλλά οι Chad και Carey Hayes. Η συμμετοχή του Wan βέβαια, τουλάχιστον στη διαμόρφωση του γενικού στόρι, είναι μάλλον εμφανής. Μόνο που, ελλείψει της συνήθους ανατροπής στο τέλος (που εδώ θα ήταν απαραίτητη), το γεγονός αυτό έχει καθαρά αρνητική επίδραση στο φιλμ, υπογραμμίζοντας τις ομοιότητές του με το «Insidious»: Η αδικαιολόγητη (αν και ευτυχώς πιο συγκρατημένη) ανάγκη να δοθούν εξηγήσεις από «ειδικούς» στα μεταφυσικά φαινόμενα, αλλά και η τάση συσσώρευσης πολλών διαφορετικών στοιχείων τρόμου -στοιχειωμένα σπίτια, εξορκισμοί, κούκλες (η εμμονή του Wan) και ηθελημένες ή μη παραπομπές στα χιτσκοκικά «Πουλιά» και τον Sam Raimi- δεν οδηγούν σε κάτι περισσότερο από μια déjà-vu συρραφή ιδεών που σπάνια αποδεικνύονται λειτουργικές. Το πολυπληθές για τα μέτρα του φιλμ, δε, καστ, κάνει το υλικό ακόμα πιο δύσχρηστο για τον τριανταεξάχρονο σκηνοθέτη και το φιλμ ακόμα πιο αναποτελεσματικό.

Βαθμολογία: 1.5/5

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Tucker and Dale vs Evil (2010)

Η ελληνική διανομή εξακολουθεί να μην εμπιστεύεται τις κωμωδίες τρόμου, παρότι το κοινό έχει παγκοσμίως αγκαλιάσει ταινίες όπως το «Shaun of the dead» και το «Zombieland». Βέβαια, η κυκλοφορία του μικρού διαμαντιού «Tucker and Dale vs Evil», μην έχοντας το προνόμιο ούτε υψηλού budget, ούτε προώθησης από κάποιο μεγάλο στούντιο, υπήρξε και στην Αμερική περιορισμένη. Είναι γεγονός (και αληθινά κρίμα) πως η ταινία πέρασε ως επί το πλείστον απαρατήρητη, χωρίς αυτό όμως να έχει σταθεί ικανό να εμποδίσει την αναγνώρισή της από το ενημερωμένο (και απαραιτήτως ακομπλεξάριστο) κοινό που αποφάσισε να της δώσει μια ευκαιρία. Και δεν είναι υπερβολή πως το «Tucker and Dale vs Evil» ανήκει στις κορυφαίες στιγμές του είδους του.

Μπορεί η υπόθεση να μην ακούγεται ακριβώς πρωτότυπη, μα η εκδρομή μιας παρέας νέων σε ένα απομονωμένο δάσος, όπου η συνάντησή τους με δύο φαινομενικά επικίνδυνους και τρομακτικούς χωριάτες, κατοίκους ενός μικρού σκονισμένου καλυβιού θα οδηγήσει σε ένα αδιάκοπο μακελειό, είναι εντυπωσιακά ευρηματική. Γιατί το «Evil» του τίτλου αυτής της «ανάποδης» ταινίας τρόμου δεν αναφέρεται στους δύο άξεστους «hillbillies» Tucker και Dale, που αποδεικνύονται εξαιρετικά καλόκαρδοι και συμπαθείς, αλλά στους ίδιους τους ανυποψίαστους νέους! Μέσω ευφυών παρεξηγήσεων, η –μάλλον φαντασιόπληκτη- παρέα θα δει στα πρόσωπα των καλόψυχων Tucker και Dale το απόλυτο κακό και θα προσπαθήσει με ξεκαρδιστικά ανεπιτυχείς (πλην όχι πάντοτε ευρηματικούς) τρόπους να σωθεί από την απειλή, κάνοντας την κατάσταση ολοένα και πιο τραγελαφική.

Η ανατρεπτική διάθεση της πανέξυπνης αυτής τρομοκωμωδίας ισοπεδώνει με τα καυστικότατα σατιρικά της σχόλια τα πολυφορεμένα κλισέ των ταινιών τρόμου, χρησιμοποιώντας συχνά μια άκρως διασκεδαστική και βιτριολικά σαρκαστική σοβαροφάνεια. Πολλές φορές επιφανειακά παραπέμπει και σε καθαρό horror, με το εξαιρετικά ωμό gore να απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στους φαν των ταινιών τρόμου, αλλά και παράλληλα να αντισταθμίζεται από ισόποσες δόσεις ξεκαρδιστικού χιούμορ. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Eli Craig υιοθετεί κι ο ίδιος πολλά από τα κλισέ του είδους με μια αιφνιδιαστικά πρωτότυπη προσέγγιση, έτσι ώστε να τα καταδείξει, στρέφοντάς τα προς όφελός του. Ο αναμενόμενος σχετικός συμβιβασμός προς το τέλος δεν ενοχλεί ιδιαίτερα, οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών (όχι όμως και των νέων) είναι διασκεδαστικότατες, υπόνοια χαμηλού προϋπολογισμού δεν υπάρχει καν και, στο σύνολό του, το «Tucker and Dale vs Evil» δεν αφήνει περιθώρια στους φαν των horror comedies να το χάσουν!

Βαθμολογία: 3.5/5

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

We're The Millers / Οικογένεια Μίλερ (2013)

Μετά την επιτυχία των «Αφεντικών για σκότωμα», το όνομα της Jennifer Aniston φαίνεται να έχει συνδεθεί με σεξουαλικά προκλητικούς ρόλους. Εδώ, υποδύεται τη στρίπερ Rose, η οποία μαζί με τον έμπορο ναρκωτικών και «αρχηγό» της ομάδας David (Jason Sudeikis), τον δεκαοχτάχρονο γείτονά τους Kenny (Will Poutler) και τη νεαρή άστεγη Casey (Emma Roberts) θα παριστάνουν τη φαινομενικά φυσιολογική οικογένεια Μίλερ, με σκοπό να περάσουν «μια μικρή ποσότητα» μαριχουάνας από τα σύνορα του Μεξικού χωρίς να κινήσουν υποψίες.

Αν οι Μίλερς δεν αποτελούν ακριβώς μια συνηθισμένη οικογένεια, η ταινία είναι μάλλον μια συνηθισμένη αμερικανική κωμωδία, με τη διαφορά ότι αποδεικνύεται σχετικά ανώτερη του σωρού και, ευτυχώς, των ομολογουμένως χαμηλών προσδοκιών. Το σενάριο του ιδιόρρυθμου αυτού road movie επιφυλάσσει ορισμένες απολαυστικές παρεξηγήσεις (όπως αυτή με το μωρό-μαριχουάνα, που προσφέρει και την πιο ξεκαρδιστική στιγμή του φιλμ) μα και άλλες τόσες εύκολες ή ανέμπνευστες λύσεις, τις οποίες δεν δείχνει ποτέ να κάνει κάποια προσπάθεια να αποφύγει. Πέραν τούτου όμως, η «Οικογένεια Μίλερ», διαθέτοντας ένα «πιασάρικο» και διασκεδαστικότατο στόρι και κυρίως ένα αποτελεσματικότατο καστ με τέλεια αντίληψη της κωμωδίας, δύσκολα θα αφήσει κάποιον παραπονεμένο. Με εξαίρεση όσους παρασυρθούν από τον αδικαιολόγητο ιντερνετικό σάλο γύρω από το στριπτίζ της Aniston, το οποίο ήταν εξαρχής προορισμένο να απογοητεύσει…

Συστήνεται χωρίς δεύτερη σκέψη στους φαν της mainstream αμερικανικής κωμωδίας, αλλά και όλοι όσοι περνούν απλώς καλά με αυτήν θα το διασκεδάσουν. Αξίζει σημείωσης και ένα όμορφο στιγμιότυπο τιμητικής αναφοράς στα «Φιλαράκια», τη μεγάλη επιτυχία της Aniston, το οποίο είναι και η μόνη ενδιαφέρουσα στιγμή των -κατά τα άλλα σαχλών- τελικών bloopers.

Βαθμολογία: 2/5

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Therese Desqueyroux / Το κρυφό πάθος της Τερέζ Ντ. (2013)

Η τελευταία ταινία που έκανε ο Claude Miller πριν πεθάνει στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς, αποτελεί τη δεύτερη κινηματογραφική διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Francois Mauriac. Δυστυχώς όμως, μάλλον προβλέπεται να περάσει απαρατήρητη. Η σκηνοθεσία του Miller προσδίδει πράγματι στο φιλμ μια κλασική χροιά, όπως απαιτεί το πρωτότυπο υλικό, γεγονός όμως που δεν ξεπερνά εντέλει τα πλαίσια της ψευδαίσθησης. Ο Γάλλος σκηνοθέτης επιτυγχάνει ένα αισθητικά άψογο αποτέλεσμα, δημιουργώντας εύστοχη ατμόσφαιρα εποχής και χρησιμοποιώντας με προσοχή τα λίγα μουσικά ακούσματα που διαθέτει, όμως ο τρόπος που χειρίζεται το ίδιο το φιλμ και τους χαρακτήρες του είναι υπερβολικά ψυχρός για να καταφέρει κάποιο επίτευγμα επί της ουσίας. Η μόνιμη μελαγχολία καταλήγει μονότονη, «βαραίνει» το φιλμ και καθιστά κουραστικά τα εκατόν δέκα λεπτά του με τους χαρακτήρες να αδυνατούν να τα υποστηρίξουν καθώς κρύβουν έναν πολύ πλουσιότερο εσωτερικό κόσμο από αυτόν που έχουμε τη δυνατότητα να καταλάβουμε.

Όλη αυτή η αίσθηση αντικατοπτρίζεται και στην ερμηνεία της Audrey Tautou, η οποία, αν έβλεπε κανείς μόνο ένα απόσπασμα του φιλμ, θα έδινε την εντύπωση μιας αληθινά καλής στιγμής στην καριέρα της πάλαι ποτέ Amelie. Στο σύνολο της ταινίας όμως η ερμηνεία της φαντάζει καθαρά μονότονη και σχεδόν ρηχή, κατορθώνοντας σπάνια να αποτυπώσει το βάθος που αναλογεί στο χαρακτήρα της, κάτι για το οποίο, βέβαια, ευθύνονται πιθανότατα εξίσου σενάριο και σκηνοθεσία.

Βαθμολογία: 2/5

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Mobius / Ο κύκλος του Mobius (2013)

Ιδιαιτέρως καλοστημένο κατασκοπικό-δραματικό θρίλερ, που δεν εκπλήσσει ως κάτι το απόλυτα καινούριο, αλλά ως ένα αληθινά καλοφτιαγμένο φιλμ. Το σενάριο επικεντρώνεται (εντονότερα απ’ όσο κανείς θα περίμενε) στην παράτολμη όσο και παθιασμένη ερωτική σχέση του χαρακτήρα του Jean Dujardin με αυτόν της Cecile De France, κάτι που σκηνοθετικά υποστηρίζεται με όλο τον ρομαντισμό, αλλά και τη μελαγχολία που του αρμόζει. Η σκηνοθεσία του μάλλον άγνωστου Eric Rochant είναι εξαιρετική, διατηρώντας το σασπένς σχετικά υπόγειο και υιοθετώντας μια αξιοπρόσεκτη, πιο αργή απ’ ό,τι συνηθίζεται στο είδος σκηνοθετική μανιέρα, η οποία δίνει έμφαση στο ρεαλισμό (με προσοχή στους ήχους) και την οποία σιγοντάρει η απολαυστικά ταιριαστή μουσική του Jonathan Morali.

Πλάι στην αξιέπαινη σκηνοθεσία και το καλογραμμένο σενάριο, ίσως το δυνατότερο ατού του φιλμ αποτελούν οι ερμηνείες του. Παρόλο που και η Cecile De France είναι εκπληκτική, ο βραβευμένος με Όσκαρ Jean Dujardin είναι εκείνος που αξίζει κάθε χειροκρότημα. Ο Γάλλος ηθοποιός, αφού το διαπιστώσαμε με την βουβή, οσκαρική του ερμηνεία στο «The Artist», πλέον μας καθιστά απόλυτα βέβαιους για το σπουδαίο ερμηνευτικό (και όχι μονάχα κωμικό) ταλέντο του και την ικανότητά του να εξωτερικεύει μέσω του εντυπωσιακά εκφραστικού βλέμματός του τα πιο βαθιά συναισθήματα...

Βαθμολογία: 3/5