
Σε πλήρη αντιστοιχία, το φιλμ του Bayona, πιστότατο στη λογοτεχνική πηγή
του, επιστρατεύει ένα μέινστριμ όρων στόριτέλινγκ, με εύληπτους έως απλοϊκούς
διαλόγους και απόλυτα γραμμική δομή, δημιουργώντας το περίβλημα εφηβικής
ταινίας και την αίσθηση παιδικού παραμυθιού. Σε αυτά τα πλαίσια προκύπτουν οι
βασικότερες ενστάσεις για το φιλμ, καθώς υιοθετεί αυτούσιο τον ήδη υπερβολικά
προφανή βερμπαλισμό του βιβλίου, ο οποίος όμως στο σινεμά συνεπάγεται και μια
κραυγαλέα έλλειψη κινηματογραφικότητας. Όχι ότι αυτό στερεί σε πρώτη θέαση το
συναισθηματικό αντίκτυπο του σπαραξικάρδιου θέματος, μα σίγουρα περιορίζει το κινηματογραφικό
βάθος που δύναται να αγγίξει η έκβαση της προβληματικής.
Αυτά όμως βρίσκονται σε ένα πρώτο επίπεδο αφήγησης, πέρα από
το οποίο σχεδόν όλη η χαμένη κινηματογραφικότητα ανακτάται από μικρές οπτικές
νύξεις, από την ανθρωποκεντρική συμβολικότητα, αλλά και από τον ίδιο τον
πρωτότυπο και, για τα μέινστριμ δεδομένα, τολμηρό συνδυασμό animation φαντασίας
και ρεαλιστικού ψυχολογικού δράματος. Μπορεί η αφήγηση να ακουμπάει μόνο
επιδερμικά το κομμάτι της κοινωνικής συναναστροφής του Conor και συνεπώς την ανάγκη του να
είναι ένα φυσιολογικό παιδί όπως όλα τ’ άλλα αντί του «παιδιού που περνάει
δύσκολα», ωστόσο εστιάζει συνειδητά και φέρνει εύστοχα εις πέρας το κομμάτι της προσωπικής ενδοσκόπησης, της αναζήτησης απαντήσεων στο σκοτεινό λαβύρινθο της ανθρώπινης
ψυχοσύνθεσης. Οι ιστορίες του τέρατος (ειδικά οι δύο πρώτες) δεν είναι όσο
προφανείς εκλαμβάνονται από κάποιους, ίσα-ίσα που χωράει μπόλικη υποκειμενική
ερμηνεία στην εξαγωγή συμπεράσματος, με το διφορούμενο ενδιαφέρον τους να βρίσκεται
στο ότι αυτές καθρεφτίζουν πάντα το μέσα κι όχι το έξω, αφορούν καθαρά τον
Κόνορ σα χαρακτήρα κι όχι την οικογένειά του ή την έκβαση των γεγονότων. Κι εν
συνεχεία η τελευταία σκηνή του φιλμ, ευφυής κινηματογραφική προσθήκη που δεν
υπήρχε στο βιβλίο, ολοκληρώνει ψυχαναλυτικά και άκρως ευαίσθητα έναν
υποσυνείδητο αποχαιρετισμό της μητέρας -και της παιδικής αθωότητας.
Πίσω από το προφανές των διαλόγων, τη φαινομενική του
απλοϊκότητα κι εμπορικότητα, το «A Monster Calls» υιοθετεί τα αθώα μάτια ενός παιδιού
για να κάνει μια ευαίσθητη ψυχαναλυτική βουτιά στο εσωτερικό μας χάος και να δοκιμάσει
να το βάλει σε τάξη. Όχι με απλές κουβέντες, αλλά με ουσιωδέστερες συνειδητοποιήσεις
και βαθύτερες -επώδυνες- ωριμάνσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου