Περίοδος του Ψυχρού Πολέμου και το κλίμα φόβου για πυρηνική
καταστροφή, η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή ο κόσμος μπορεί να τελειώσει κυριαρχούν.
Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, η Sally Potter βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί μια από αυτές τις παραβολές
επώδυνης ενηλικίωσης, στις οποίες τόσο αρέσκεται το σινεμά να επιστρέφει
επανεφευρίσκοντάς τες με νέες ιδέες και διαφορετικές σημειολογίες (βλέπε και το
φετινό «Raw»). Το «Ginger & Rosa» μπορεί να μη διαθέτει
κάτι το πρόδηλα μεταφορικό, αντιθέτως να αποτελεί ένα ως επί το πλείστον πεζό
δράμα εποχής, μια straightforward μελέτη
χαρακτήρα πάνω στην εφηβική αντιδραστικότητα στο κατώφλι της ενήλικης ζωής.
Παρόλα αυτά, η ελλειπτική, κατακερματισμένη αφήγηση που προσπερνάει σημαντικά
κομμάτια της ζωής της πρωταγωνίστριας Τζίντζερ, προσφέροντάς μας μια
αποστασιοποιημένη και ταυτόχρονα μη αντικειμενική οπτική, η (συνεπώς)
απροσδιόριστη ροή του χρόνου και η πανταχού παρούσα, αν όχι σχεδόν μεταφυσική
απειλή της βόμβας και του τέλους του κόσμου δίνουν στην πεζή ιστορία της Potter μια
υπερβατικότητα, ένα διακριτικό λυρισμό που την αναγάγει καθαρά σε ταινία
δημιουργού.
Αν και δυσκολευόμαστε να ακολουθήσουμε κάποια αυστηρή
αφηγηματική συνοχή από σκηνή σε σκηνή, άρα θεωρητικά και να ταυτιστούμε με την
Τζίντζερ, η ταινία ανήκει πράγματι στην υποκειμενική οπτική της ηρωίδας, μια
οπτική μπερδεμένη, αποπροσανατολισμένη, μη συνεκτική. Ό,τι δεν την ενδιαφέρει δεν
το βλέπουμε καν (το σχολείο) κι ο κινηματογραφικός χρόνος κυλάει ακατανόητα,
άρρυθμα, φευγαλέα, όπως τα χρόνια κατά την πικρή διαπίστωση του ότι
μεγαλώνουμε. Οι συνεχείς αναφορές στην πυρηνική απειλή ηχούν πάντα ειρωνικές,
σαν ένας ψυχολογικός αντιπερισπασμός απέναντι σε κάποιον άλλο, ενδότερο κι
ανομολόγητο φόβο -ίσως για το τέλος ενός άλλου κόσμου, εκείνου της αθωότητας
και της ανήλικης ξεγνοιασιάς, εντός του οποίου μάς συστήνονται οι δύο ηρωίδες
στην αρχή του φιλμ. Σιγά σιγά, η ανεξαρτησία, από επαναστατική εφηβική επιδίωξη
αρχίζει να μετατρέπεται σε αβάσταχτο εξαναγκασμό της ζωής, καθώς οι έννοιες της
οικογένειας και της φιλίας αποδομούνται και η μέχρι πρότινος σιγουριά (η
εφηβική αυτονομία υπήρχε εκ του ασφαλούς) αρχίζει να ξεθωριάζει.

Η Sally Potter παρουσιάζει μια ισχυρής σκηνοθετικής άποψης ματιά πάνω στο
πέρασμα του χρόνου και τον υπαρξιακό μπαμπούλα της ενηλικίωσης, εκφράζοντας -με
το σιγοντάρισμα εξαιρετικών ερμηνειών, ενός μελαγχολικού σάουντρακ και της
φαινομενικά ακατέργαστης, μα στην πραγματικότητα εκπληκτικά προσεγμένης
φωτογραφίας του Robbie Ryan
(συνεργάτη της Andrea Arnold)-
βαθιά ευαισθησία εκεί που ένα αμύητο ευρύ κοινό θα διέκρινε ψυχρότητα.
Πάντως, είτε το αγαπήσεις είτε όχι, αξίζει δίχως καμία αμφιβολία την προσοχή
σου.
Βαθμολογία: 3.5/5
αγαπητέ Ψηλέα Ψογκ... τι κάνεις;... καιρό έχω να περάσω από εδώ, χαίρομαι που είσαι καλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλόν Χειμωνα με άψογες ταινίες... και με υγεία, βεβαίως...
τα λέμε...
Γεια σου Παρασκευή! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Επίσης σε όλα!
ΑπάντησηΔιαγραφή