Τι είναι όλος αυτός ο ντόρος που έχει δημιουργηθεί γύρω από το φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου; Πολλοί ήταν αυτοί που το λάτρεψαν, ακόμα περισσότεροι εκείνοι που το μίσησαν. Να το πει κανείς θέμα γούστου; Οπτικής; Όπως και να ‘χει, αυτή είναι, λίγο-πολύ η σημασία του όρου σινεφίλ. Για να το αγαπήσεις, πρέπει να αντιληφθείς την ενδεχομένως κρυμμένη μαγεία του. Και αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο «Κυνόδοντας» είναι βαθύς και καθαρά σινεφιλικός ελληνικός κινηματογράφος. Είναι κατανοητό να μην μπορεί κάθε θεατής να ταυτιστεί με τόσο εκκεντρικούς χαρακτήρες και καταστάσεις, αλλά έτσι κι αλλιώς η ταινία για να λατρευτεί χρειάζεται αποκωδικοποίηση. Οι αλληγορίες είναι αμέτρητες, αισθάνεσαι πως κάθε σεκάνς θέλει να πει και κάτι διαφορετικό, πως σε βυθίζει στην αναζήτηση ενός αρχικά δυσδιάκριτου μα τελικά κατανοητού νοήματος. Πάντα ωστόσο υπάρχουν σκοτεινά σημεία, τα οποία πιθανά χρειάζονται δεύτερη «ανάγνωση» για να γίνουν επαρκώς αντιληπτά.
Το σπίτι όπου εκτυλίσσεται η ιστορία αποτελεί τη μικρογραφία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η ένταξη του ανθρώπου σε αυτή γίνεται ύπουλα. Οι γνώσεις του είναι περιορισμένες σε ό,τι του έχει μάθει το κοινωνικό σύστημα στο οποίο έχει μεγαλώσει. Αυτό τού παρέχει ένα απειροελάχιστο κομμάτι της ελευθερίας που δικαιούται (βλ. τα αεροπλάνα), κάνοντάς τον να πιστεύει πως την έχει κερδίσει με το σπαθί του και έχει πετύχει κάτι σημαντικό. Του παρουσιάζει ως μεγάλο εχθρό μια ασήμαντη απειλή (η γάτα), χωρίς να του επιτρέπει να διακρίνει τον αληθινό εχθρό του: το ίδιο το σύστημα. Δεν του παρέχει γνώση, αλλά παραπαιδεία (η σκηνή με το τραγούδι του Σινάτρα και οι ψεύτικες σημασίες των λέξεων). Τον κάνει να πιστεύει πως γνωρίζει, ενώ στην πραγματικότητα δεν ξέρει παρά μόνο αυτά που του έχουν μάθει, αυτά που θέλουν να γνωρίζει, ψέματα.
Και πάντα διατηρείται η ανωνυμία. Ο άνθρωπος είναι υποχείριο. Ένα πιόνι, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Σχεδόν δεν υπάρχει.
Για την απόδραση και την αναζήτηση της αλήθειας υπάρχει μόνο ένας δρόμος, ο οποίος απαιτεί τρομακτικά ρίσκα και θυσίες (αυτοτραυματισμό)…
Μετά από πολύ χρόνο αποκρυ-πτογράφησης ο θεατής θεωρεί πως έχει φτάσει στη λύση του μυστηρίου, μα ο «Κυνόδοντας» αποτελεί κανονικό γρίφο. «Παιχνίδια» με τη μουσική και τον ήχο, λεκτικές ασάφειες και μυστηριώδεις σεκάνς εξακολουθούν να στροβιλίζουν στο μυαλό μου.
Μα το πιο «θολό» στοιχείο του φιλμ είναι ο χαρακτήρας της Χριστίνας.
Γιατί είναι σχεδόν εξίσου παράξενη με τα παιδιά της οικογένειας;
Αυτό και άλλα ερωτήματα γύρω από τον εν λόγω χαρακτήρα προβληματίζουν, προκαλώντας επιπλέον τρόμο από αυτόν που δημιουργεί απλά και μόνο η θέαση της ταινίας.
Μήπως η ιστορία που αφηγείται ο Γιώργος Λάνθιμος, δεν αναφέρεται στο σήμερα, αλλά σε ένα κοντινό μέλλον; Ανατριχιαστική η ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου, «πόσο κοντινό ακριβώς;»… Μήπως η διαστροφή των γονιών (του πατέρα κυρίως) της οικογένειας δεν περιορίζεται μονάχα στο σπίτι τους, αλλά πηγάζει από αυτό ακριβώς το διεφθαρμένο σύστημα που αναφέραμε παραπάνω, το οποίο έχει επηρεάσει κάθε άνθρωπο-μέλος της κοινωνίας, είτε στον ίδιο, είτε σε μικρότερο (είτε σε μεγαλύτερο;) βαθμό; Μήπως όλα όσα παρακολουθούμε ως εκκεντρικότητες μιας οικογένειας αποτελούν ένα μικρό δείγμα της γενικότερης παρακμής των αξιών, της θέλησης, της σκέψης, συνεπώς της ελευθερίας και ενδεχομένως ακόμα και της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης;
Ο συλλογισμός μπορεί να φτάσει πολύ μακριά και ο προβληματισμός του «Κυνόδοντα» αποδεικνύεται απελπιστικά πεσιμιστικός…
Ίσως ακούγεται περίεργο, μα το σκηνοθετικό ύφος του Γιώργου Λάνθιμου μου θύμισε εκείνο του Μάικλ Χάνεκε στα «Funny Games». Και οι δύο δημιουργοί προβάλουν ένα «τσουχτερό» θέμα με εφιαλτική αρρώστια, αλλά και μια δόση ειρωνείας. Η διαφορά τους έγκειται στην προσέγγιση της τελευταίας. O Χάνεκε βγάζει κανονικότατα γλώσσα στον θεατή και γελά πονηρά επιχειρώντας να κάνει τη διαφορά, όμως εν μέρει αυτοαναιρείται και αποσυνθέτει το απόλυτα σοβαρό και καθηλωτικό κλίμα της ταινίας του, αποτυπώνοντας έκφραση περισσότερο απορίας παρά έκπληξης στο πρόσωπο του θεατή. Αντίθετα, ο Λάνθιμος κάνει αντιληπτή την ειρωνεία του με υποδειγματική διακριτικότητα, ώστε πάντα να διατηρείται η αίσθηση της διαστροφής και κάθε συναίσθημα που μπορεί αυτή να προκαλέσει. Κι όμως, όσο τρομαχτική και νοσηρή κι αν είναι η πάντα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορείς συγκρατήσεις ένα μικρό γέλιο ή έστω χαμόγελο, λόγω της εκκεντρικότητας όσων βλέπεις, πράγμα που όμως, αντί να σε αποσπά, οδηγεί τη νοσηρότητα του θέματος πιο βαθιά μέσα σου. Σε κάνει να νιώθεις πως την έχεις υιοθετήσει και εσύ ο ίδιος, πράγμα που αποτελεί το πιο ευαίσθητο από όλα τα σημεία στα οποία σε χτυπά η ταινία. Πέρα απ’ αυτό όμως αναδεικνύει και το εντυπωσιακά υψηλού επιπέδου ταλέντο του Γιώργου Λάνθιμου, ικανό να βάλει τα γυαλιά σε γνωστότερους, ποιοτικά καταξιωμένους δημιουργούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου