Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

The fourth kind / Επαφή τέταρτου τύπου (2009) - 0/5

Η ταινία είναι έτσι κι αλλιώς παντελώς αδιάφορη σε όλους τους τομείς της. Η τηλεοπτική σκηνοθεσία φιλοδοξεί να προκαλέσει τρόμο, αλλά τελικά προκαλεί ανία, το υποτυπώδες σενάριο κρύβεται πίσω από τη δικαιολογία της «αληθινής» ιστορίας και η Μίλα Γιόβοβιτς είναι χιλιόμετρα μακριά απ’ το ρόλο της.

Όσο παράξενο όμως κι αν σας φανεί αυτό, κανένα από τα παραπάνω δεν είναι το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας. Υποτίθεται πως αυτή αναπαριστά με ακρίβεια αληθινά γεγονότα που συνέβησαν πριν από μερικά χρόνια και μάλιστα συχνά η οθόνη είναι χωρισμένη στα δύο (ή και στα τέσσερα), όπου βλέπουμε από τη μία την αναπαράσταση των γεγονότων στο φιλμ και από την άλλη το υποτιθέμενο αληθινό footage! Μα όλο αυτό είναι τόσο αφελές, που αντί να κινήσει το ενδιαφέρον του θεατή, τον εκνευρίζει και είναι εξοργιστικά ολοφάνερο το πόσο η ταινία υποτιμά τη νοημοσύνη του.

Η μεγαλύτερη κινηματογραφική απάτη της τελευταίας δεκαετίας.

Θέλετε αποδείξεις για τη μη εγκυρότητα της ταινίας; Ρίξτε μια ματιά στο FAQ του IMDb.com ή ακόμα πιο απλά στο cast, όπου αναγράφεται και η ηθοποιός που υποδύεται την «αληθινή» Δρ Τάιλερ!

Batman & Robin (1997) - 0/5

Η σειρά που ξεκίνησε με την πετυχημένη ταινία του Τιμ Μπάρτον πήρε την κατρακύλα για να καταλήξει τελικά εδώ: Στην χειρότερη super-hero movie που προσωπικά έχω δει στη ζωή μου και μία από τις πιο μισητές μου ταινίες… Η κιτς αισθητική και η ανώριμη σκηνοθετική ματιά του Τζόελ Σουμάχερ γελοιοποιούν το σαγηνευτικό μύθο του Μπάτμαν και προσβάλλουν τη νοημοσύνη του θεατή. Οι συντελεστές της ταινίας θα έπρεπε να πάνε φυλακή για αυτό το… βλάσφημο τερατούργημα!

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

The Adjustment Bureau / Οι Ρυθμιστές (2011) - 3/5

Ένας εύστοχος και πάνω απ’ όλα απολαυστικός συνδυασμός ρομάντζου και επιστημονικής φαντασίας αποτελεί η ταινία του (σεναριογράφου της τριλογίας Μπορν) Τζορτζ Νόλφι. Ο σκηνοθέτης σε εισάγει στην υπόθεση χωρίς περιττές φλυαρίες και την ξετυλίγει με γρήγορους ρυθμούς. Πράττει πολύ σωστά και δεν δίνει βάση στους απλοϊκούς συμβολισμούς του στόρι, ούτε χρησιμοποιεί εφέ για να προσελκύσει κόσμο στις αίθουσες, όπως η πλειοψηφία των συναδέλφων του. Αντιθέτως, το φανταστικό στοιχείο μπορεί να είναι κυρίαρχο, δεν αναδεικνύεται όμως ως αυτοσκοπός, θα λέγαμε πως παραμένει λιγάκι υποτονικό, σχεδόν ρετρό. Με αυτόν τον τρόπο τονίζεται ο ρομαντισμός και το επίσης όχι ιδιαιτέρως έντονο σασπένς συνεισφέρει σε αυτό. Το ίδιο και οι δύο φυσιογνωμικά ανθρώπινα ατελείς πρωταγωνιστές, η χημεία μεταξύ των οποίων είναι μοναδική. Γενικότερα μπορεί η ταινία να μην σου δίνει ποτέ την αίσθηση του αξέχαστου και να μην αποφεύγει κλισέ και αμερικανικές αδυναμίες (μάλλον το αντίθετο), προσφέρει όμως κάτι που πραγματικά σε προσηλώνει και αυτό είναι η ρεαλιστική οπτική γωνία της επιστημονικής φαντασίας. Η προσέγγισή της και η επιπτώσεις της στην πραγματικότητα. Δημιουργεί απίστευτα διλλήματα και εξωφρενικές παρεξηγήσεις, επηρεάζει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων όσο σπάνια βλέπουμε σε ταινία του είδους.
Για να προσδιορίσω με συγκεκριμένες αναφορές το κλίμα της ταινίας θα διάλεγα το «Inception» και το «Ημερολόγιο» ως προγόνους των «Ρυθμιστών». Πιστεύω πως έτσι γίνεται κάπως σαφής η γενική εικόνα του φιλμ και καταλαβαίνετε σε τι είδους κοινό αναφέρεται βασικά. Σε γενικές γραμμές δεν είναι κανένα σπουδαίο αριστούργημα, είναι όμως μια αληθινά απολαυστική ταινία, ίσως από τις πιο φρέσκιες προτάσεις για επιστημονική φαντασία των τελευταίων χρόνων, που κερδίζει σε δύο σημαντικά στοιχεία: συναίσθημα και λιτότητα. Δύο στοιχεία τα οποία οι περισσότεροι χολυγουντιανοί δημιουργοί μοιάζουν να έχουν ξεχάσει…

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Winter's bone / Στην καρδιά του χειμώνα (2010) - 2/5

Δραματικό θρίλερ (υπερβολικά) ήπιων τόνων, που όσα κερδίζει σε εικόνες, άλλα τόσα χάνει στην "επικοινωνία" με το κοινό. Η φωτογραφία και η εύστοχη κινηματογράφηση συμβάλλουν στην πολύ επιτυχημένη παρουσίαση μιας βίαιης, αφιλόξενης, σκοτεινής, ψυχρής κλιματικά αλλά και συναισθηματικά επαρχίας της Αμερικής και εμμένουν στην προσπάθεια να καθηλώσουν. Αυτή η προσπάθεια της σκηνοθέτιδας Ντέμπρα Γκράνικ είναι εμφανής σε όλο το φιλμ, ακόμα κι αν δεν προδίδεται από μουσικά, ηχητικά και άλλα τρικ έντασης, αλλά πραγματοποιείται με έναν πολύ πιο ριψοκίνδυνο, μα και περισσότερο φιλόδοξο απ' όσο θα έπρεπε τρόπο. Η Γκράνικ βασίζεται στους εξαίρετους ηθοποιούς της (δύο εκ των τεσσάρων οσκαρικών υποψηφιοτήτων της ταινίας αφορούσαν τις ερμηνείες της εικοσάχρονης πρωταγωνίστριας Τζένιφερ Λόρενς και του Τζον Χοκς) και επιχειρεί να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον μέσα από σιωπές και βλέμματα. Δεν είναι πολλοί εκείνοι που έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο (παράδειγμα που μου έρχεται αυτή τη στιγμή στο μυαλό αποτελεί η «Απλή διατύπωση» του Τορνατόρε) και δε θα έλεγα πως η Γκράνικ πρόσθεσε με αυτήν την ταινία το όνομά της σε αυτούς.
Όσο αφιλόξενη είναι η επαρχία που προαναφέραμε, δυστυχώς άλλο τόσο είναι και το έργο. Η εσωστρέφειά του το καθιστά υπερβολικά συγκρατημένο, μην επιτρέποντας την ανάπτυξη σασπένς, μυστηρίου ή ιδιαίτερου συναισθηματικού υπόβαθρου. Αδύναμο είναι και το (υποψήφιο για Όσκαρ!) σενάριο...
Εν τέλει το «Witner's bone» είναι μια μάλλον χαμένη ή έστω όχι επαρκώς εκμεταλλευμένη ευκαιρία, μια ταινία που σώζεται από την προσεγμένη φωτογραφία της και στηρίζεται στις πλάτες των ερμηνευτικά εξαιρετικών και φυσιογνωμικά σχεδόν αξέχαστων ηθοποιών της.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Star Wars: Episode II - Attack of the Clones / Star Wars: Επισόδειο 2 - Η επίθεση των Κλώνων (2002) - 3/5

Είναι εντυπωσιακό ότι ο Τζορτζ Λούκας μοιάζει αυτή τη φορά απολύτως συνειδητοποιημένος των λαθών του στη βαρετή «Αόρατη Απειλή» και έχει βαλθεί να τα διορθώσει όλα. Όντως τα καταφέρνει, με μοναδική εξαίρεση τη μάχη στο τέλος που θα μπορούσε να είναι λιγάκι πιο σύντομη. Ευτυχώς επιστρέφει η έμφαση στους χαρακτήρες, καθώς ο Λούκας θέλει πρώτον να δημιουργήσει συναίσθημα ανάμεσα στους Hayden Christensen και Natalie Portman και δεύτερον να διηγηθεί την έναρξη της μεταστροφής του πρώτου στη «Σκοτεινή Πλευρά». Σίγουρα και το μεν και το δε παρουσιάζονται απλοϊκά, αλλά ούτε καν το καταλαβαίνεις μετά την παντελή απουσία εμβάθυνσης στην προηγούμενη ταινία… Μα και δεδομένου του είδους και του όλου στόρι στο οποίο δεν μπορείς τόσο εύκολα να στριμώξεις ρομάντζα και λοιπά, δεν μπορείς παρά να ενθουσιαστείς παρατηρώντας έστω και επιφανειακά τις σχέσεις των πρωταγωνιστών. Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης κατά κάποιον τρόπο «αντιγράφει» την αφοσίωση που έδειξε ο Irvin Kershner για τους χαρακτήρες στο «Empire strikes back» δουλεύει περισσότερο σαν θετικό παρά σαν αρνητικό, μιας και αλλιώς αυτοί θα είχαν μόνο τους ηθοποιούς να καταβάλουν όλες τις προσπάθειές τους για να τους στηρίξουν.
Και μια που το αναφέραμε, ας πάμε στο καστ. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί τον άσσο στον μανίκι του Λούκας. Ο Γίουαν ΜακΓκρέγκορ –με μούσι αυτή τη φορά- τα καταφέρνει μια χαρά χωρίς την δυναμική παρουσία του Λίαμ Νίσον στο πλάι του και η Νάταλι Πόρτμαν είναι πολύ πιο απολαυστική χωρίς εκείνο το λουκ που την καθιστούσε εξίσου εκφραστική με ένα κούτσουρο… Ένα καινούριο πρόσωπο, του οποίου το όνομα κάνει λίγο μπαμ, είναι ο Κρίστοφερ Λι. Δεν είναι ο κακός με το τρομακτικό παρουσιαστικό ενός Βέιντερ, αλλά ούτε και αυτός που θα κλέψει τις εντυπώσεις. Είναι όμως εκείνος που με μια σχετικά σύντομη εμφάνιση αποκτά κύρος και πείθει απολύτως έχοντας αυτήν τη μικρή σπιθαμή αυτοπεποίθησης που έλλειπε από τον Νταρθ Μωλ. Είναι άλλωστε εκείνος που θα κάνει τον Γιόντα να παρατήσει τη γέρικη μαγκούρα του και να αρχίσει τις τούμπες με το πράσινο light-saber στο χέρι…
Επίσης απολαυστικό είναι και το στόρι του φιλμ. Προσωπικά εξεπλάγην που η ιστορία «με τράβηξε» εξαρχής και μου επέτρεψε να την ακολουθήσω με τέτοιο ενδιαφέρον όπως και εκείνη του «Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται»!
Το πάντα εξαίρετο μουσικό score του Τζον Γουίλιαμς, δε, αυτή τη φορά είναι πιο αποτελεσματικό από ποτέ! Διατηρεί πάντοτε το ίδιο, ρετρό ύφος, αλλά είναι ανανεωμένο, ακροβατώντας με το ένα πόδι στα ‘80s και το άλλο στο σήμερα, με εντυπωσιακή επιτυχία.
Ένα μεγάλο Μπράβο λοιπόν στον Τζορτζ Λούκας, που εδώ απολογείται για τις αδυναμίες του χλιαρού πρώτου πρίκουελ και ξεκινά επιτέλους την ολική ανανέωση της σειράς!

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

True Grit / Αληθινό Θράσος (2010) - 3.5/5

Σε μια εποχή όπου ο όρος γουέστερν μοιάζει παλιομοδίτικος και ξεπερασμένος, οι αδελφοί Κοέν επαναφέρουν τους καουμπόηδες στην επικαιρότητα και μάλιστα είναι υποψήφιοι για δέκα Όσκαρ. Σε πρώτο πλάνο, την παράσταση κλέβουν με άνεση οι τρεις εξαιρετικοί πρωταγωνιστές. Ο υποψήφιος για Όσκαρ (και περσινός νικητής) Τζεφ Μπρίτζες είναι καταπληκτικός και, όπως και ο ιδιαίτερα εσωτερικός Ματ Ντέιμον, αποτελεί έναν χαρακτήρα που αν και τελικά ανακαλύπτει τη –κρυμμένη- σοβαρότητά του, συχνά μοιάζει να «περιφέρεται» στην ξεροκεφαλιά και την ανωριμότητα. Η επίσης υποψήφια για Όσκαρ Χέιλι Στέινφελντ, από την άλλη, κάνει το δυναμικό ξεκίνημα της καριέρας της, με περίσσιο… «αληθινό θράσος»…
Αν όμως έπρεπε να δοθεί κάποιο βραβείο στο φιλμ, αυτοί που πραγματικά το αξίζουν είναι οι δύο δημιουργοί και η δουλειά τους στη σκηνοθεσία. Συγκεκριμένα υπάρχουν δύο σεκάνς, οι οποίες έχουν τόσο απίστευτη ένταση ώστε η αδρεναλίνη ανεβαίνει αστραπιαία σε επίπεδα που σπάνια καταφέρνει να αγγίξει. Το χιούμορ της ταινίας φαντάζει νοσταλγικό. Βλέποντας επιμέρους σημεία της θα θεωρούσε κανείς πως πρόκειται για απλό διασκεδαστικό γουέστερν. Βλέποντας άλλα, θα συνέδεε το «True Grit» με το «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», λόγω μιας κοινής εφιαλτικής ατμόσφαιρας. Όμως εδώ, συνολικά κυριαρχεί μια ειρωνεία, καθώς οι Κοέν ακροβατούν μεταξύ αυτών ακριβώς των δύο στοιχείων, του χαβαλέ και της σοβαρότητας, του χιούμορ και της βίας. Η ιδέα θα λέγαμε πως συνοψίζεται στο φινάλε. Μέσα σε έναν κόσμο βίας αγκομαχεί να αναδυθεί μια ακτίδα ανθρωπιάς που σε μια στιγμή όμως αυτοαναιρείται. Όταν τα πάντα μοιάζουν γεμάτα απαισιοδοξία, αν το αναζητήσεις, κάπου θα βρεις ένα στήριγμα αισιοδοξίας για να αντλήσεις δύναμη. Αλλά και αντίστροφα, ποτέ δεν θα κυριαρχήσει η αισιοδοξία, γιατί πάντα θα υπάρχει κάτι το απαισιόδοξο να παραμονεύει, ακόμα και στις πιο ευχάριστες στιγμές…

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

The road / Ο δρόμος (2009) - 3.5/5

Το τέλος του κόσμου μπορεί να είναι μια χιλιοειπωμένη χολιγουντιανή ιστορία, ο «Δρόμος» ωστόσο δεν πραγματεύεται την ίδια την καταστροφή αλλά τις –ακόμα πιο οδυνηρές στη συγκεκριμένη περίπτωση- συνέπειές της. Η αιτία του ολέθρου, όπως και τα ονόματα των ηρώων, μοιάζουν σημαντικές λεπτομέρειες, μα στην πραγματικότητα δεν είναι και στην ταινία δεν αποκαλύπτονται καν. Σε συνθήκες όπου όσοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να μείνουν ζωντανοί μάχονται για την επιβίωσή τους, πολλοί από αυτούς έχουν οδηγηθεί στον κανιβαλισμό και οι «καλοί» δε διαφέρουν πια από τους «κακούς», κάθε λεπτομέρεια είναι ασήμαντη και ξεχασμένη και τα συναισθήματα έχουν σχεδόν χαθεί. Εξαίρεση αποτελεί ο χαμός της γυναίκας του πρωταγωνιστή, που τον στοιχειώνει ακόμα.
Ο «Δρόμος» έχει μια απίστευτη δύναμη που σε κερδίζει αμέσως και σου κεντρίζει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Άλλοτε σκληρό και άλλοτε τρυφερό, το έργο του Χίλκοουτ θα μπορούσε να είναι ένα αληθινά αξέχαστο αριστούργημα, όμως υπάρχει ένα σημαντικό μειονέκτημα: ο σκηνοθέτης αναζητά μια χαμένη ανθρωπιά εκεί που δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δε χρειάζεται να υπάρχει και αυτό γίνεται κυρίως αισθητό στο ημιαπογοητευτικό φινάλε. Δεν είναι κάτι που ενοχλεί, αλλά, εξαιτίας αυτού, δεν ξεκαθαρίζεται αν ο σκηνοθέτης θέλει να πει τελικά κάτι συγκεκριμένο, πράγμα που στερεί σε κάποιο βαθμό από το φιλμ τη μοναδικότητά του.
Με λίγα λόγια, μπορεί να μην είναι αριστούργημα, αλλά είναι σαφέστατα μια πολύ καλή ταινία που αξίζει να τη δει κανείς και επουδενεί δεν περνάει απαρατήρητη.