Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

The Wolverine / Γούλβεριν (2013)

Ο Γούλβεριν κάνει τη δεύτερη «σόλο» κινηματογραφική του εμφάνιση και μπορεί να μην ενθουσιάζει, ούτε όμως και απογοητεύει. Το νέο φιλμ του ήρωα, τον οποίο για περισσότερο από μια δεκαετία τώρα ερμηνεύει απολαυστικά ο Hugh Jackman, βρίσκεται περίπου στα ίδια επίπεδα με το «X-men origins: Wolverine» και, γενικότερα, στο επίπεδο των «στάνταρ» σουπερηρωικών περιπετειών. Με άλλα λόγια, θα δείτε ακριβώς αυτό που περιμένετε…

Το ρομπότ του φινάλε έρχεται για να επιβεβαιώσει αυτό το «στάνταρ» επίπεδο της ταινίας (η οποία δεν μοιάζει να προσπαθεί ιδιαίτερα να το ξεπεράσει, γεγονός που είναι μάλλον υπέρ της), ενώ παράλληλα αποδεικνύει και την παντελή απουσία κάποιου γοητευτικού κακού, ίσως το μοναδικό λόγο για τον οποίο το φιλμ δεν είναι απόλυτα χορταστικό. Η ερμηνεία της Svetlana Khodchenkova βέβαια (στο ρόλο της μεταλλαγμένης Viper) είναι απολαυστική, το σενάριο όμως δεν την εκμεταλλεύεται, περιορίζοντάς την σε μια απίστευτα ρηχή και αρκετά σύντομη παρουσία. Πάντως, και παρά την αναμενόμενη έλλειψη εμβάθυνσης στους χαρακτήρες, ο νέος Γούλβεριν λειτουργεί ως επί το πλείστον ικανοποιητικά, με τον James Mangold να φαντάζει εύστοχη επιλογή για το σκηνοθετικό τιμόνι, τις σκηνές δράσης να είναι διασκεδαστικότατες (η «τζεϊμςμποντική» σκηνή στην οροφή του τρένου είναι η πιο εντυπωσιακή), και το Ιαπωνικό τοπίο σε συνδυασμό με την αξιοπρόσεκτη μουσική από τον Marco Beltrami να προσθέτουν μια ευχάριστη νότα στη θέαση.

Εκείνο όμως που αξίζει να συζητηθεί, ίσως περισσότερο από το φιλμ καθεαυτό, είναι η βία του. Στη μετα-«Dark Knight» εποχή της μπλοκμπαστερικής ωρίμανσης, το «Wolverine» αποδεικνύεται η βιαιότερη στιγμή της συνολικής κινηματογραφικής πορείας των X-men. Ενώ όμως στον κατά Nolan Μπάτμαν η βία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του σκοτεινού, βρώμικου Νολανικού σύμπαντος, ο Mangold μοιάζει απλώς να δοκιμάζει τα όρια του PG-13. Και εύλογα προβληματίζει για μία ακόμη φορά το ζήτημα της ανούσιας αμερικανικής διάκρισης μεταξύ της καταλληλότητας άνω των δεκαεφτά (R) και άνω των δεκατριών ετών (PG-13), όσο αυτή στηρίζεται στη θέαση αίματος στην οθόνη, αδιαφορώντας για την αγριότητα της βίας που προβάλλεται. Γιατί η βία του «Wolverine», καθώς οι προθέσεις του δεν διαφέρουν από αυτές μιας φυσιολογικής, εύπεπτης super-hero περιπέτειας, φαντάζει υπερβολική για τις μικρές ηλικίες που καλύπτουν σημαντικό μέρος του target-group του, ενώ, από την άλλη, δεν στέκεται ικανή να πείσει ότι το είδος αφορά πιο άμεσα και τις μεγαλύτερες ηλικίες, λόγω της ως συνήθως αφελούς απουσίας αίματος στο μεγαλύτερο κομμάτι της δράσης, γεγονός που αποτελεί έναν σαφή συμβιβασμό με το παιδικό κοινό.

Βαθμολογία: 2.5/5

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Populaire / Χτυποκάρδια στο γραφείο (2012)

Σίγουρα ευχάριστο και αρκούντως ρομαντικό, το «Populaire» διαθέτει ατμόσφαιρα εποχής, δυστυχώς όμως κουβαλά και αντίστοιχα κλισέ. Και είναι βεβαίως αδύνατο να δρουν τα τελευταία πάντα θετικά, ενισχύοντας το νοσταλγικό κινηματογραφικό ύφος με την αποτελεσματικότητα που το πέτυχαν στο υπέροχο «Artist». Στο φιλμ διακρίνονται σημαντικές αφέλειες και όχι αρκετό χιούμορ για να τις αντισταθμίσει, παρότι η διάθεση είναι όσο ανάλαφρα ρομαντική χρειάζεται. Το βασικό πρόβλημα όμως εντοπίζεται ήδη στη γενική ιδέα, που επικεντρώνεται αδικαιολόγητα σε ένα αδιάφορο success story μιας κοπέλας της επαρχίας, η οποία θα αγωνιστεί για να αναδειχθεί πρωταθλήτρια στους παγκόσμιους αγώνες… δακτυλογράφησης!

Οι σκηνές των αγώνων θα ευνοήσουν μερικές στιγμές γέλιου, αλλά θα δημιουργήσουν και δύο ενοχλητικά χοντροκομμένους χαρακτήρες των ανταγωνιστριών της ηρωίδας, ενώ αν υποτίθεται ότι θα έπρεπε να προκαλούν κάποιου είδους αγωνία, η απόπειρα αυτή είναι μάλλον γελοία. Ο Regis Roinsard και οι συν-σεναριογράφοι του επιχειρούν δειλά να σαρκάσουν την πολυπόθητη «φανταχτερή» επιτυχία ως ρηχή και πλασματική, μα αφενός δεν το κάνουν με σατιρικό χιούμορ που θα μπορούσε να αποδειχθεί σαφώς πιο αποτελεσματικό και αφετέρου μάλλον τελικά μαγεύονται κι οι ίδιοι από την επιφανειακή αυτή λάμψη που θα ήθελαν, άτολμα, να στιγματίσουν.

Είναι δε μονάχα ιδέα μου ή τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνονται οι επιρροές του γαλλικού από τον αμερικάνικο κινηματογράφο;

Βαθμολογία: 2/5

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Hansel & Gretel: Witch hunters / Χάνσελ & Γκρέτελ: Κυνηγοί μαγισσών (2013)

Η ταινία που έκανε γνωστό τον Tommy Wirkola ήταν το προ τετραετίας «Dead snow», μια νορβηγική ταινία τρόμου που συνάντησε εμπορική επιτυχία και γρήγορα απέκτησε cult διαστάσεις. Ο σκηνοθέτης λοιπόν δεν άργησε να βγάλει το εισιτήριό του για το Χόλιγουντ και η νέα του ταινία αποτελεί μια ακριβή κι εμπορική χολιγουντιανή παραγωγή, αλλά και ευτυχώς… μια «φάρσα».

Αυτός ο ευπρόσδεκτος συνδυασμός φαντασίας, τρόμου, μαύρης κωμωδίας, δράσης και πάνω απ’ όλα σπλάτερ, «επεκτείνοντας» την ιστορία του γνωστού παραμυθιού των αδελφών Γκριμ, ακολουθεί τους δύο νεαρούς ήρωες όταν, μετά από χρόνια, έχουν εξελιχθεί σε διάσημους και αδίστακτους κυνηγούς μαγισσών… Όπως είναι φυσικό (και, βασικά, απαραίτητο), το φιλμ δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά και το αίμα που ρέει άφθονο προκαλεί περισσότερο γέλιο παρά μορφασμούς αηδίας. Έτσι, παρόλο που δεν κάνει αρκετές προσπάθειες για ευρηματικό χιούμορ, το «Hansel & Gretel: Witch hunters» είναι σίγουρα διασκεδαστικότατο.

Από εκεί κι έπειτα όμως, μιλάμε για μια καθαρά χολιγουντιανή ταινία πιστή σε mainstream όρους, όπως άλλωστε και οι περισσότερες κινηματογραφικές απόπειρες του Χόλιγουντ που υπόσχονται ανάλογη αντισυμβατικότητα. Το σενάριο του ίδιου του Wirkola είναι εξαιρετικά αδύναμο (με τον χαρακτήρα του troll να φαντάζει κάπως άσχετος), ενώ ο αυτοσαρκασμός του εγχειρήματος εντοπίζεται μόνο στην επιφάνεια. Οι δύο πρωταγωνιστές, πάντως, μπορεί να μην βρίσκονται σε στιγμή ερμηνευτικού ρεσιτάλ, όμως η coolness του Jeremy Renner και η sexiness της Gemma Arterton χαρίζουν σαφέστατα πόντους στο φιλμ.

Δεν είναι ότι απογοητεύει ως προς τις προσδοκίες του, θα προτιμούσαμε όμως αν το «Hansel & Gretel: Witch hunters» δεν εξέφραζε την δήθεν αντισυμβατική του διάθεση τόσο… συμβατικά.

Βαθμολογία: 2/5

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Hypnotisoren / Ο υπνωτιστής (2012)

Οι Σκανδιναβοί μας έχουν συνηθίσει σε αξιοπρεπέστατα θρίλερ και ο «Υπνωτιστής», βασισμένος στο ομώνυμο best-seller και σκηνοθετημένος από τον έμπειρο (σε αμερικάνικες ταινίες) Lasse Hallstrom δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικό αστυνομικό θρίλερ, από αυτά όπου απολαμβάνεις να παρακολουθείς την εξέλιξη του μυστηρίου και να βυθίζεσαι κάτω από την υποβλητική ατμόσφαιρά τους (που εδώ αναδύεται μέσα από το γνώριμο κινηματογραφικά, ψυχρό σκανδιναβικό τοπίο).

Το φιλμ προσφέρει μια ικανοποιητική εμπειρία κινηματογραφικού μυστηρίου, αποδεικνυόμενο αρκετά ώριμο σκηνοθετικά κι ερμηνευτικά και ιδιαίτερα ανατριχιαστικό στις σκηνές των αρχικών, τουλάχιστον, φόνων και στη θέαση του κουκουλοφόρου δολοφόνου. Η υπόθεση αφορά την άγρια δολοφονία μιας οικογένειας, από την οποία επιζεί μόνο το ένα από τα δύο παιδιά, ο Josef, ενώ αποκαλύπτεται πως υπάρχει και μία ακόμη, μεγαλύτερη, εν ζωή αδελφή του τελευταίου, η οποία τίθεται υπό την προστασία της αστυνομίας για να αποφευχθεί πιθανή επίθεση του δολοφόνου εναντίον της.

Φυσικά, όπως εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει ήδη από τον τίτλο, το στόρι απαιτεί την αποδοχή ή, έστω, τον συμβιβασμό, από μέρους του θεατή, με τον υπνωτισμό ως ισχύον μέσο αναζήτησης «χαμένων» στο υποσυνείδητο πληροφοριών. Από εκεί κι έπειτα, το μόνο πράγμα με το οποίο θα χρειαστεί να συμβιβαστεί ένας θεατής κατά την παρακολούθηση της ταινίας είναι ορισμένες αφέλειες που αποδυναμώνουν τη διασκευή του μυθιστορήματος από τους Vacirca και Hallstrom, όπως η κακοστημένη σεναριακή «μπλόφα» γύρω από την αδελφή του Josef (μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται για σοβαρό spoiler). Κατά τα άλλα, η εξέλιξη, παρότι λιγότερο σύνθετη απ’ ό,τι σε αντίστοιχες Σκανδιναβικής προέλευσης ταινίες του είδους, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ενώ υπάρχει σασπένς και, όπως προανέφερα, η απαιτούμενη ατμόσφαιρα. Η ανάπτυξη των χαρακτήρων του «υπνωτιστή» Mikael Persbrandt και της Lena Olin είναι διακριτική, αλλά ικανοποιητική (σαφώς βοηθούμενη από τις καλές τους ερμηνείες), μάλλον ελλιπής όμως αυτή του Tobias Ziliacus.

Εν ολίγοις ένα ικανοποιητικό και αξιόλογο, όχι όμως και αξέχαστο, αστυνομικό θρίλερ.

Βαθμολογία: 2.5/5

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Vive la France / Είναι τρελοί αυτοί οι Γάλλοι (2013)

Σε μια χώρα της Ασίας την οποία κανείς δεν έχει ποτέ ακούσει, το «Ταμπουλιστάν» (που ονομάζεται έτσι γιατί εκεί εφευρέθηκε… ο ταμπουλές!), με σκοπό να γίνει γνωστή η ύπαρξή της στον υπόλοιπο κόσμο, αποφασίζεται να πραγματοποιηθεί τρομοκρατική επίθεση στον Πύργο του Άιφελ. Υπεύθυνοι για την αποστολή ορίζονται οι εξαιρετικά ανόητοι και γκαφατζήδες, ως είθισται, Muzafar και Ferouz (Jose Garcia και Michael Youn αντίστοιχα), οι οποίοι αρχίζουν να τα κάνουν θάλασσα από την πρώτη στιγμή και οι αναποδιές διαδέχονται η μία την άλλη.

Η υπόθεση του έργου ακροβατεί μεταξύ της σκέτης ανοησίας και της ευφάνταστης τρέλας. Και είναι φανερές οι δυνατότητες για την υπερίσχυση της τελευταίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εξίσου παλαβή εξέλιξη του στόρι, αλλά και τις αισθητές ευκαιρίες που αυτή προσφέρει για νύξη και ουσιώδη σάτιρα ποικίλλων καίριων θεμάτων, αλλά και για συναισθηματικό και ευχάριστα μελαγχολικό χρωματισμό σημαντικών σκηνών του φιλμ. Όμως το τελικό αποτέλεσμα αφήνει την ιδέα μιας τέτοιας ταινίας μονάχα στη φαντασία μας.

Ο Michael Youn, που φάνταζε συμπαθής στο περσινό «Ο σεφ και ο σεφ του», αναλαμβάνει χρέη σεναριογράφου και σκηνοθέτη και κάνει πραγματικότητα το δικό του όραμα της γαλλικής κωμωδίας: πανηλίθιοι χαρακτήρες (όχι μόνο οι πρωταγωνιστές, αλλά όλοι!), πηγαία βλακεία που παρασέρνει και τις ερμηνείες στο διάβα της, ένα αντι-κλισέ φινάλε (το οποίο είναι τόσο ανεκδιήγητο ώστε θα ευχόσουν τελικά να ήταν κλισέ!), μαύρο χιούμορ που περιέχει μόνο «μαύρο» και καθόλου «χιούμορ»! Όλες οι δυνατότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω πετιούνται στα σκουπίδια και, αν υπήρχε πρόθεση σάτιρας, αυτή πραγματοποιείται από αποτυχημένα έως προσβλητικά, ενώ, ακόμα κι αν διακρίνονται ορισμένα (μετρίσιμα στα δάκτυλα) καλά αστεία, η γενικότερη ανοησία του εγχειρήματος απαγορεύει αυστηρά στο γέλιο σου να ακουστεί έστω και μία φορά.

Και έχει και το θράσος η ταινία να φέρει τον πρωτότυπο τίτλο «Ζήτω η Γαλλία!». Λες και, κινηματογραφικά, τιμά την χώρα της. Μα είναι τρελοί αυτοί οι Γάλλοι…

Βαθμολογία: 0/5