Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Eperdument / Παράφορα (2016)

Παντρεμένος με παιδί διευθυντής γυναικείων φυλακών συνάπτει παράνομη σχέση με 20χρονη κρατούμενη, καταδικασμένη για έγκλημα φριχτό κι ανείπωτο -κυριολεκτικά: ποτέ δεν μαθαίνουμε τι είναι. Το ρομαντικό δράμα του Pierre Godeau μοιάζει να προσπαθεί να αφηγηθεί αυτήν την παράτολμη σχέση δημιουργώντας στον θεατή μια αίσθηση αβεβαιότητας και συνεπώς πιθανού κινδύνου στη σύγκριση των δύο μερών της ρομαντικής εξίσωσης: Από τη μία, ο επαγγελματικά και προσωπικά επιτυχημένος Jean του Guilaume Gallienne, ο οποίος ρισκάρει την πλήρη κατάρρευση οικογένειας και καριέρας, κι από την άλλη η νεαρή Anna της Adele Exarchopoulos, που όχι μόνο δεν έχει τίποτα να χάσει, αλλά κρίνεται από συγκρατούμενές της ως έντονα αναξιόπιστη κι από τις πράξεις της ως απρόβλεπτα επικίνδυνη. Η μη αποκάλυψη του εγκλήματός της λοιπόν συμβάλλει μάλλον σε μια απόπειρα ύφανσης ενός πέπλου μυστηρίου γύρω από τον χαρακτήρα της, έτσι ώστε τα κίνητρά της και η αυθεντικότητα του έρωτά της να παραμένουν αμφισβητήσιμα. Καλά όλα αυτά, απλώς θα υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν η ταινία μάς έδινε όντως κάποιον λόγο για να τα αμφισβητήσουμε…

Αντ` αυτού, είναι σχεδόν πάντα ξεκάθαρο πως η Exarchopoulos είναι παράφορα ερωτευμένη με τον Gallienne, άρα δεν κινούμαστε σε ιδιαίτερα απρόβλεπτες διαδρομές. Δεδομένου λοιπόν του ότι η ηρωίδα δεν είναι όσο αμφιλεγόμενη θα την ήθελε ο Godeau -μα παραμένει σαφώς πιο ενδιαφέρουσα απ` τον χαρακτήρα του Gallienne-, θα φάνταζε πιο εύστοχο να επενδυόταν περισσότερος χρόνος στη σκιαγράφηση της ηθικής της θέσης, της έγκλειστης καθημερινότητάς της και της σχέσης της με τη μητέρα και τις συγκρατούμενές της, παρά να ρίχνονται σε αυτά μόνο σύντομες ματιές περαστικού. Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός πως ο χαρακτήρας του Gallienne και η προσωπική του ζωή δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα που να μην έχουμε δει μυριάδες φορές στο παρελθόν, το όλο εγχείρημα μοιάζει να εστιάζει αμήχανα στα λάθος σημεία. Σαν απόρροια των παραπάνω, η σχέση των δύο ηρώων αναλώνεται σε τετριμμένες παρεξηγήσεις και εύκολες, κλισέ περιφερειακές σκηνές (μελέτη λογοτεχνικού έργου που παραλληλίζεται με το θέμα τη ταινίας, ο Gallienne μεθά, βλέπει την Exarchopoulos στα πρόσωπα άλλων γυναικών και μπλέκει σε καυγά) για να καταλήξει στο φινάλε έως και σε μικρά δραματουργικά άλματα.

Ο Godeau, στη δεύτερη κινηματογραφική δουλειά του, φαίνεται να προσπαθεί να δημιουργήσει ένα ρομάντζο ουσιαστικού δραματικού χαρακτήρα και κοινωνικού ρεαλισμού, κι αν τελικά το αποτέλεσμα δεν απομακρύνεται πραγματικά από ένα μασκαρεμένο κινηματογραφικό άρλεκιν, διασώζονται πάντα οι δύο χαρισματικοί πρωταγωνιστές, που σηκώνουν επιτυχημένα όλο το φιλμ στις πλάτες τους.

Βαθμολογία: 2/5

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Café Society (2016)

Η ανάγκη του να δημιουργεί σταθερά μία ταινία το χρόνο έχει κάνει τον Woody Allen να διαμορφώσει τη συνταγή μιας εξαιρετικά απλής μορφής storytelling. Τα λιτά και απέριττα σενάριά του κρατούν μόνο τα πιο βασικά και απαραίτητα στοιχεία της κάθε ιστορίας, προσπερνούν συχνά ό,τι δεν χρειάζεται εκτενή ανάλυση με «εύκολα» voice-over (εδώ με τη φωνή του ίδιου) και αφηγούνται την ιστορία τους μέσα από συγκεκριμένες (διαλογικές, συνήθως) σκηνές με σαφή θέση και λειτουργία στον αφηγηματικό κορμό. Αντίστοιχα και η σκηνοθεσία του είναι απλή και γρήγορη, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερες λήψεις και αντιμετωπίζοντας την κάμερα απλά ως το μέσο για να ειπωθεί η ιστορία κι όχι ως εργαλείο ξεχωριστής αφηγηματικής δύναμης.

Όλα αυτά είναι ιδιαιτέρως αισθητά στο «Café Society». Αφενός, η αίσθηση μιας ταινίας μικρού βεληνεκούς, ελλιπούς σε πρωτοτυπία και σε αληθινή συναισθηματική διείσδυση στους ήρωές της και, συνεπώς, μάλλον εύκολα λησμονίσιμης οφείλεται ακριβώς στην παραπάνω «βιασύνη», αν μπορούμε να την εκλάβουμε ως τέτοια. Αφετέρου, το ίδιο το γεγονός ότι ο Woody Allen μπορεί να αφηγηθεί ενδιαφέρουσες κι ολοκληρωμένες ιστορίες με αυτόν τον τόσο απλό τρόπο -η απλότητα είναι εξαιρετικά δύσκολη!- μαρτυρά την μακρά εμπειρία του ως δημιουργού, τη βαθιά γνώση του πάνω στο αντικείμενό του και, εντέλει, την αξιοθαύμαστη ικανότητά του ως κινηματογραφικού αφηγητή. Γιατί η αυστηρή συνέπειά του στο ετήσιο κινηματογραφικό ραντεβού του δεν είναι μόνο χρονική, αλλά, πολύ περισσότερο, ποιοτική. Ο Woody Allen έχει θέσει ένα σταθερό πήχη τον οποίον όσες φορές δεν έχει κατορθώσει να φτάσει («To Rome with love»), άλλες τόσες τον έχει ξεπεράσει αισθητά («Midnight in Paris» και «Blue Jasmin» τα πιο πρόσφατα παραδείγματα) κι έτσι το «Café Society» έρχεται για να πετύχει ακριβώς τον στόχο του και να αποτελέσει την εγγυημένη απόλαυση των θερινών σινεμά.

Σε μια ιστορία που ξεκινά ως ένα ερωτικό τρίγωνο στα χολιγουντιανά 1930s, μα εξελίσσεται λίγο πιο κυνικά και μελαγχολικά, o Woody Allen κι οι ιδανικοί ερμηνευτές του αναδεύουν νοσταλγικό ρομαντισμό, χαλαρό -και συχνά μαύρο- χιούμορ και μια υπαρξιακή μελαγχολία που κορυφώνεται στο φινάλε, καταλήγοντας στη ματαιότητα και το ανικανοποίητο της ζωής. Πάντα με αυτονόητα εύπεπτο και… καλοκαιρινό γουντιαλενικό τρόπο.

Βαθμολογία: 3/5

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Mechanic: Resurrection / Το Μούτρο: Η επιστροφή (2016)

Ο Jason Statham κάνει αυτό που κάνει και το κάνει καλά. Γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Με διαφορά εδώ την PG-13 (ακατάλληλο κάτω των 13) σήμανση σε αντίθεση με το ακατάλληλο κάτω των 17 («R») πρώτο φιλμ, το «Mechanic: Resurrection» προσφέρει ό,τι υπόσχεται μια «Jason Statham» ταινία και τίποτα λιγότερο ή περισσότερο. Ευτυχώς, δεν πέφτει στην παγίδα της βαριάς σοβαροφάνειας και, ταυτόχρονα, της ασταμάτητης βαβούρας που τείνουν να κάνουν τη σύγχρονη δράση αφόρητη, αν όχι προσβλητική («Safe», εσένα κοιτάζω) και περιορίζει φιλοδοξίες και ντεσιμπέλ στα επίπεδα μιας απλής, εξωτικής κατασκοπικής περιπέτειας. Στερεοτυπικής, απλοϊκής και χιλιοειδωμένης, ναι, μα αν μη τι άλλο τίμιας κι ευχάριστης. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Κάθε φορά που ο Statham αλλάζει αποστολή και στόχο προς εκτέλεση, η εξέλιξη της πλοκής φέρνει λίγο σε ακολουθία από πίστες βίντεογκέιμ, κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα απλοϊκότητας, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συμβάδιζε αρμονικά με τη λογική μιας τόσο εύκολης στην παρακολούθηση, απλής και γραμμικής εξιστόρησης. Το μόνο πρόβλημα είναι η ανά στιγμές υπερβολική λεκτική επεξήγηση, μα κι αυτή διαθέτει ως αντίβαρο τις σκηνές προετοιμασίας και εκτέλεσης των αποστολών, που αποδεικνύονται οι πιο ενδιαφέρουσες (και σχεδόν καθηλωτικές) της ταινίας ακριβώς γιατί στηρίζονται στο καθαρά οπτικό storytelling.

Πρόκειται εν ολίγοις για μια «καλός σκοτώνει κακούς για να σώσει το κορίτσι (το οποίο γνώρισε πριν από μία ημέρα)» ιστορία που προσφέρει ένα έντιμο και αναίμακτο «δίωρο» παραθαλάσσιας (και οριακά τζεϊμσμποντικής) δράσης στους απανταχού ενδιαφερόμενους.

Βαθμολογία: 2/5

Suicide Squad / Ομάδα Αυτοκτονίας (2016)


Παρότι γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον David AyerFury»), η «Ομάδα Αυτοκτονίας» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιμετωπιστεί ως ταινία κάποιου δημιουργού. Όχι ότι τα περισσότερα σουπερηρωικά μπλοκμπάστερ (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) μπορούν, αφού οι αυστηρές στουντιακές απαιτήσεις καλύπτουν σαν ομπρέλα και τα μεγαλύτερα σκηνοθετικά ονόματα, μα το παρόν είναι τόσο αισθητά λαβωμένο από τις επιβολές της Warner Bros που σχεδόν δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις καν ως ολοκληρωμένη ταινία. Πέρα από το ελάχιστο χρονικό διάστημα που δόθηκε στον Ayer για να γράψει το σενάριο, ο προσανατολισμός της παραγωγής άλλαζε εν μέσω των γυρισμάτων ή και του post-production ανάλογα με τις κριτικές για το «Batman V Superman», την αντίδραση του κοινού στα εκάστοτε trailer και στις δοκιμαστικές προβολές, έχοντας ως αποτέλεσμα το ξαναγύρισμα σκηνών, την προσθαφαίρεση άλλων και την παρέμβαση πολλών διαφορετικών μοντέρ. Ο στόχος όλων αυτών ήταν, εντέλει, ένα ελαφρύτερο ύφος, εμφανώς επηρεασμένο από τους μαρβελικούς «Guardians of the Galaxy».

Εν γένει, το φιλμ είναι πράγματι σαφώς πιο ανάλαφρο και διασκεδαστικό από τους δύο προκατόχους του στο DC franchise. Αυτό βέβαια δεν το καθιστά αυτομάτως μια διασκεδαστική ταινία, αφού το να φτιάξεις ένα «πιο διασκεδαστικό» φιλμ από τα «Man of Steel» και «Batman V Superman» δεν είναι και κανένας άθλος. Παρότι, λοιπόν, η «Ομάδα Αυτοκτονίας» διαθέτει πράγματι αρκετό χιούμορ και την ιδανική στο ρόλο Margot Robbie ως κύρια εκφραστή του, αυτό συχνά μοιάζει ανέμπνευστα στριμωγμένο στο σενάριο (ή στα αγχωμένα rewrites του) και βεβιασμένο σε σημείο ασυνέπειας προς τους ίδιους τους χαρακτήρες. Επιπλέον, το όποιο στυλιζάρισμα του φιλμ συνοψίζεται στη χρήση «κουλ» τραγουδιών στο soundtrack (αλά «Guardians of the Galaxy») κι ενός πολύχρωμου και «ζωηρού» μοντάζ που όταν χρησιμοποιείται δίνει περισσότερο την αίσθηση ενός τρέιλερ παρά ουσιαστικού ξεδιπλώματος κάποιας ιστορίας.

Οι χαρακτήρες που απαρτίζουν τη λεγόμενη «Ομάδα Αυτοκτονίας», ισοβίτες υπερεγκληματίες σε μυστικές αποστολές με αντάλλαγμα μείωση της ποινής τους, παρουσιάζουν ενδιαφέρον ακριβώς επειδή είναι κακοί και συνεπώς θα μπορούσαν να δικαιολογούν τόσο τη σκοτεινιά των άλλων DC ταινιών όσο και την «πανκ» προσέγγιση που θα ήθελε το «Suicide Squad» να έχει. Αντί όμως να παρακολουθούμε απρόβλεπτους και μοχθηρούς κακούς να επιζητούν το συμφέρον τους φέρνοντας ίντριγκα στην πλοκή, δεν βλέπουμε παρά ένα κακέκτυπο των -μαντέψτε- «Guardians of the Galaxy»: παρεξηγημένοι αντιήρωες συνεργάζονται για το κοινό καλό και αναπτύσσουν δεσμούς φιλίας και αίσθημα ηρωισμού κι αυτοθυσίας. Όλα αυτά παντελώς αστήριχτα δραματουργικά και συνεπώς ούτε κατά διάνοια πειστικά. Παρά ένα στοιχειώδες βάθος που δίνεται στους χαρακτήρες με ένα-δυο φλας-μπακ για τον καθένα τους (πλην του απόλυτα παραμελημένου Killer Crock), κανείς τους δεν διασώζεται τελικά από το ταλαιπωρημένο αλλά πάντα ημιδουλεμένο σενάριο. Αποκορύφωμα η σκηνή όπου ένας χαρακτήρας αποχωρεί από την ομάδα και στην αμέσως επόμενη είναι ξανά μέλος της χωρίς καμία εξήγηση ή λογική!

Το κάστινγκ πάντως είναι ιδιαίτερα εύστοχο, με τη Margot Robbie να ενσαρκώνει τέλεια τη Harley Quinn, αν και οι συχνά αμήχανες ατάκες της στο σενάριο δεν την υποστηρίζουν πολύ. Δυστυχώς, ο μεγάλος χαμένος του φιλμ δεν είναι άλλος από τον Τζόκερ του Jared Leto. Για όση ώρα εμφανίζεται στην οθόνη, δίνει την αίσθηση μιας πολύ πιο καρικατουρίστικης αποτύπωσης του χαρακτήρα, που δεν στέκεται στο (δυσθεώρητο, ομολογουμένως) ύψος των εικονικών προκατόχων του -μόνο που εμφανίζεται στην οθόνη για περίπου… δέκα λεπτά! Η αναποφασιστικότητα στη διαδικασία παραγωγής του φιλμ οδήγησε στο να κοπούν τελικά οι περισσότερες από τις σκηνές του Leto, γεγονός που αν μη τι άλλο τού στερεί εμφανώς τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει επαρκώς τον χαρακτήρα του. Και πόσο ειρωνικό είναι το γεγονός πως οι δικές του σκηνές, οι πιο ενδιαφέρουσες σκηνές της ταινίας, δεν παίζουν κανένα ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και θα μπορούσαν κάλλιστα να παραληφθούν τελείως! Επίσης ειρωνικό το ότι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες μυθοπλαστικούς χαρακτήρες όλων των εποχών υπάρχει στο φιλμ απλά για να υπάρχει (αντί να είναι ο κεντρικός κακός -φανταστείτε πόσο πιο ιντριγκαδόρικη και ελκυστική θα ήταν αυτή η ταινία), ενώ βασικός αντίπαλος είναι μια κακιά μάγισσα που θέλει να καταστρέψει τον κόσμο με ξεπερασμένα κιτς, πολύχρωμα ψηφιακά εφέ.

Με αυτό το κακέκτυπο των μαρβελικών «Guardians of the Galaxy», η DC χάνει το στοίχημα (και) της ανάλαφρης σουπερηρωικής ταινίας, μην καταφέρνοντας να μεταφράσει τις στουντιακές της απαιτήσεις σε ένα συμπαγές και ολοκληρωμένο φιλμ, σημειώνοντας τρεις στις τρεις ήττες μέχρι στιγμής και χαραμίζοντας μερικούς ακόμα εικονικούς χαρακτήρες για χάρη της σίγουρης εισπρακτικής επιτυχίας. Για πόσο ακόμα αυτή θα είναι τόσο σίγουρη; Ελπίζω όχι για πολύ. 

Βαθμολογία: 1.5/5

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Batman: The Killing Joke (2016)

Από τη μία, το «The Killing Joke» του Allan Moore. Ένα από τα πιο εικονικά κόμικς στην ιστορία του Μπάτμαν και σίγουρα το πιο καθοριστικό για την σκιαγράφηση του πολυδιάστατου χαρακτήρα του Τζόκερ. Χωρίς να είναι το βαθυστόχαστο αριστούργημα που συχνά θεωρείται, έδωσε μία σοκαριστικά σκοτεινή τροπή στους εν λόγω χαρακτήρες εν έτει 1988, στιγματίζοντας ανεξίτηλα την μελλοντική τους πορεία, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε μία διακριτική υπαινικτικότητα (βλ. το τέλος) την οποία για χρόνια το κοινό δεν είχε αντιληφθεί καν. Από την άλλη, οι ταινίες κινουμένων σχεδίων της DC. Παραγόμενες με το σωρό, έχουν χτίσει το δικό τους σύμπαν από straight-to-DVD 70λεπτες (τηλε)ταινίες, οι οποίες στέκουν εγκλωβισμένες στη γνωστή παγίδα «υπερβολική βία για παιδιά, μα κι υπερβολική αφέλεια, αναληθοφάνεια και απλοϊκότητα για τους ενηλίκους». Με ελάχιστες εξαιρέσεις -εν μέρει- από τον κανόνα (χαρακτηριστικά το «The Dark Knight Returns - Part 1» και το… ηθιοκοφιλοσοφικών προεκτάσεων «Justice League: Crisis on Two Earths»), τα εν λόγω φιλμ δεν προσφέρουν εν γένει πολλά περισσότερα από ένα ευχάριστο όσο κι ανεγκέφαλο σκότωμα χρόνου για τους σκληροπυρηνικούς φαν των ηρώων. Μπορεί λοιπόν μια κλασική ιστορία σαν το «Killing Joke» να δεχτεί τέτοια μεταχείριση;
  
Ο σύμμαχος που αυτή η φιλμική διασκευή είχε εξ’ αρχής στο πλευρό της ήταν η σήμανση «R» (ακατάλληλο για ανηλίκους άνευ συνοδείας) που η Warner Bros τής είχε επιτρέψει, καθώς το συγκεκριμένο κόμικ δεν θα μπορούσε ποτέ να εισάγει με επιτυχία τα παιδιά στο target group του. Όντας λοιπόν η πρώτη ακατάλληλη «παιδική» superhero ταινία, το «Batman: The Killing Joke» είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί άμεσα, άφοβα και καθολικά σε ενηλίκους. Αν και δεν μοιάζει να ξέρει ακριβώς πώς θέλει να το κάνει αυτό, μπορούμε εντέλει να του αναγνωρίσουμε ορισμένες φιλότιμες προσπάθειες. Η διαφορά δεν έγκειται στη βία, αφού κι οι «κατάλληλες» (άνω των 13) ταινίες της DC είναι πλέον τόσο βίαιες και μη παιδικές, που δεν έχει μείνει πολύς χώρος στο  «Killing Joke» για να ξεπεράσει τα όρια. Η βασική διαφορά είναι πως το παρόν φιλμ αντιμετωπίζει τους ήρωές του ελαφρώς πιο ώριμα απ’ ό,τι είθισται, σπάζοντας σχεδόν προκλητικά συγκεκριμένα ταμπού (βλ. σουπερηρωικό σεξ) και κατά συνέπεια ενοχλώντας τη συντριπτική πλειοψηφία των θεατών που μάλλον δεν μπορούν να ομολογήσουν πως απλώς ένιωσαν αμήχανα.

Το άλλο είδος ωριμότητας που υιοθετεί το φιλμ εντοπίζεται στην επικοινωνία του με τον θεατή και υφίσταται μάλλον ως συνέχεια της προαναφερθείσας υπαινικτικότητας της πρώτης ύλης: Το «Batman: The Killing Joke» δεν θέλει να δώσει μασημένη τροφή. Προσφέρει την ουσία του εμμέσως. Και αυτή είναι η πιο αξιέπαινη και δημιουργικά τολμηρή κίνηση των δημιουργών, καθώς και ο λόγος για τον οποίο γράφεται αυτή εδώ η κριτική, μιας κι ο γράφων κρίνει το φιλμ -παρά τα αναντίρρητα ελαττώματά του- ελαφρώς παρεξηγημένο. Εξηγούμαι:

Η ταινία, σε πρώτη φάση, μοιράζεται τα περισσότερα από τα προβλήματα όλων των φιλμ του σιναφιού της. Εν τάχει, είναι ελάχιστα κινηματογραφική, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της πίεσης του στούντιο προς του δημιουργούς, τόσο στο βιαστικό σενάριο όσο και στο μέτριο animation και, πάνω απ’ όλα, ο φόβος αλλοίωσης της πρώτης ύλης συνεπάγεται μια -ανέμπνευστη και άνευ ουσιαστικού λόγου ύπαρξης- καρέ-καρέ αναπαραγωγή του κόμικ. Καθώς όμως σε screen time αυτή δεν βγάζει πάνω από 40λεπτο, η ιδέα του σεναριογράφου Brian Azzarello για την επιμήκυνση της ιστορίας (αντί μιας ουσιώδους διασκευής της) είναι η προσθήκη ενός 30λεπτου προλόγου εστιασμένου στην Batgirl (που έχει ένα μικρό μα σημαντικό ρόλο στο κόμικ). Τα 30 λεπτά, βεβαίως, όχι απλώς ισοδυναμούν σχεδόν με τη μισή ταινία, αλλά -φαινομενικά- δεν υπάρχει κανένας σύνδεσμος μεταξύ αυτών και… του «Killing Joke»! Οι χαρακτήρες του πρώτου ημίωρου εξαφανίζονται πλήρως μετά από αυτό και αντιστρόφως, με το φιλμ να μοιάζει σαν δύο τηλεοπτικά επεισόδια back-to-back, χάνοντας έτσι κάθε αίσθηση συνοχής και στοιχειώδους δραματουργικής δομής.

Παρόλα αυτά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως αυτή η ξεκάθαρα κακοδουλεμένη προσθήκη δεν έχει λόγο ύπαρξης. Παρά την πρωτοφανώς άστοχη μεταχείρισή του, το πρώτο ημίωρο της ταινίας βρίσκεται εκεί ως μια απόπειρα έμμεσης εμβάθυνσης σε ένα από τα βασικά θέματα του «Killing Joke»: την σχέση του Μπάτμαν με τον Τζόκερ! Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ενδιαφέρουσα δημιουργική πρωτοβουλία του Azzarello: τα δύο εμφανώς ξέχωρα κομμάτια της ταινίας μοιάζουν παντελώς άσχετα αν τα κοιτάξουμε στα πλαίσια μιας γραμμικής συνέχειας, μα συσχετίζονται αν τα κοιτάξουμε ως δύο γραμμές παράλληλες. Το πρώτο μισό είναι η σχέση της Batgirl και του εγκληματία Paris (η σχέση της με τον Μπάτμαν αφορά τους χαρακτήρες κι όχι το κεντρικό θέμα) και το δεύτερο είναι η σχέση του Μπάτμαν και του Τζόκερ. Κι οι δύο περιπτώσεις αφορούν συγκρούσεις καλού-κακού που παίρνουν έντονα προσωπικές διαστάσεις και που τείνουν να εκτροχιαστούν προς επικίνδυνα ανεξέλεγκτη κατάληξη. Είναι αμφότερες σχέσεις εμμονής, βαθιά προσωπικού μίσους και, ίσως, αλληλοεξάρτησης. Ο Azzarello και ο σκηνοθέτης Sam Liu, λοιπόν, μας θέτουν στο πρώτο μέρος το πρίσμα μέσα από το οποίο μάς ζητούν να κοιτάξουμε το δεύτερο μέρος. Με αυτόν τον τρόπο, υπονοούν επίσης αλλαγές στον χαρακτήρα του Μπάτμαν που εκ πρώτης όψης δεν είναι ορατές: από τον ίδιο προέρχονται τα πρώτα σχόλια πάνω στη φύση της σχέσης των Batgirl και Paris, τα οποία εκστομίζει ως δάσκαλος, με υπεροπτική αυταρχικότητα, για να βρεθεί αργότερα κι ο ίδιος στη θέση της Batgirl. Αναλόγως με το πώς ερμηνεύει κανείς το τέλος (αν και ο υπαινιγμός είναι συγκεκριμένος, για όσους θα τον πιάσουν), ερμηνεύει κι αναλόγως την μεταβολή του χαρακτήρα. Γιατί δεν αποκλείεται τελικά η αυταρχικότητά του να είναι μόνο μια μάσκα, η αυστηρότητά του απέναντι στους άλλους και στις αρχές του να είναι πιο εύθραυστη απ’ ό,τι δείχνει (αυτό το βλέπουμε ήδη από τη σκηνή σεξ)  τα λόγια του να αντικρούονται από τις πράξεις του (συνειδητά ή μη;), να είναι κι ο ίδιος, τελικά, ένας απλός άνθρωπος.

Κι έτσι, ακόμα και το (ολόσωστα) διφορούμενο τέλος έρχεται σε παραλληλισμό με την κατάληξη της πρώτης ιστορίας, κερδίζοντας επιπλέον νόημα μέσω της αντιστοίχησης -ή αντίθεσης.

Αν και λοιπόν μιλάμε για μια συνολικά αποτυχημένη διασκευή του θρυλικού ομώνυμου κόμικ, γίνεται πράγματι μια απόπειρα ώριμης αντιμετώπισης τόσο της ιστορίας όσο και του θεατή, στον οποίο δεν δίνονται όλα στο πιάτο, γεγονός που αξίζει να εκτιμήσει κανείς, αντί να απορρίψει αυτομάτως τις άστοχες επιλογές της δημιουργικής ομάδας.

Βαθμολογία: 1.5/5