Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

LEAFF (London East Asia Film Festival)

από τον Keyser Soze
Το LEAFF (London East Asia Film Festival) ξεκίνησε φέτος στο Λονδίνο, με διάρκεια 11 ημερών (20-30 Οκτωβρίου) και πρόβαλε συνολικά 40 ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ταινίες από χώρες της Ανατολικής Ασίας (Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Κίνα, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, Μαλαισία, Σιγκαπούρη). Με έμφαση φέτος στη Νότια Κορέα (του χρόνου προβλέπεται να κυριαρχήσει το Χονγκ Κονγκ) οι Κορεάτικες ταινίες φαινονται να αποτελούν την πλειοψηφία (21 από 40), ενώ δεν λείπουν και αρκετοί guests, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι βιρτουόζοι, γνωστοί σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο σκηνοθέτες Chan-wook Park (Oldboy) και Jee-woon Kim (I Saw the Devil). Ειδικότερα, το φεστιβάλ άνοιξε αυλαία με τη νέα ταινία του Jee-woon Kim, “The Age of Shadows”, κατασκοπικό θρίλερ εποχής.

Στον Chan-wook Park αφιερώνεται ρετροσπεκτίβα, όπου προβάλλεται η πλειοψηφία του σκηνοθετικού έργου του, συμπεριλαμβανμένου του φετινού “Handmaiden” και αρκετών ταινιών μικρού μήκους, ενώ ο ίδιος παρέδωσε διάλεξη σεναριογραφίας ως μέρος των BAFTA Screenwriters Lecture Series, στο πλαίσιο της οποίας προβλήθηκε η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μικρού μήκους ταινία του (προϊόν συνεργασίας με τον αδερφό του) “Night Fishing”, που μέχρι στιγμής αποτελεί το μοναδικό στοιχείο της φιλμογραφίας του Park που καταπιάνεται με την Κορεατική παράδοση και εθιμοτυπία, αναφερόμενο σε μια επιθανάτια τελετουργία. Ακόμη, ο Park παρέδωσε masterclass στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου (NFTS), στα πλαίσια συνεργασίας με το φεστιβάλ.
Το Διαγωνιστικό τμήμα του LEAFF περιλαμβάνει 8 ταινίες:
Το συγκλονιστικό Φιλιπινέζικο κοινωνικό δράμα “Pamilya Ordinaryo” (“Συνηθισμένη Οικογένεια”) του νεαρού Eduardo Roy Jr., όπου δυο έφηβοι γονείς ζουν στον δρόμο με το νεογέννητο παιδί τους, και κλέβουν θέλοντας να συντηρήσουν την οικογένειά τους, μέχρι που το παιδί τους θα πέσει θύμα απαγωγής.

Την πολύχρωμη Κορεάτικη δραματική κομεντί “Familyhood”, όπου μια αφελής, αποτυχημένη και απογοητευμένη από τη ζωή της διάσημη ηθοποιός αποφασίζει να υιοθετήσει κρυφά το παιδί μιας έγκυου έφηβης, όταν δεν της επιτρέπουν να γίνει μητέρα νόμιμα. Αν και το σενάριο υιοθετεί την αφέλεια της πρωταγωνίστριας, αντισταθμίζεται το ενδιαφέρον από την εξαιρετική χημεία μεταξύ των χαρακτήρων, που κλασσικά σε τέτοιες περιπτώσεις προκύπτει από τις αντιθέσεις τους. Πατώντας στην έντονη κωμική χροιά του, το έργο ξεφεύγει από τον ρεαλισμό, αλλά καταπιάνεται, έστω και εύπεπτα, με το ζήτημα της εφηβικής εγκυμοσύνης και την κοινωνική του αντιμετώπιση.

Το Σιγκαπουριανό σιωπηλό, μα σκληρό εσωτερικό δράμα “A Yellow Bird”, όπου ένας πρόσφατα αποφυλακισμένος Ινδο-σιγκαπουριανός βρίσκεται πλήρως αποξενωμένος από την οικογένεια και τους συγγενείς του, και προσπαθεί περιθωριοποιημένα να επιβιώσει. Ο KRajagopal, κρατώντας πάντα στο επίκεντρο τον πρωταγωνιστή του και πρακτικά μέσα από την οπτική του γωνία, διερευνεί τα αδιέξοδα της πολυ-πολιτισμικής Σιγκαπουριανής κοινωνίας. Παίζει με το θόρυβο και τη σιωπή, αναδεικνύοντας την αδυναμία επικοινωνίας, θίγει ζητήματα όπως το sex trafficking και μένει πιστός σε έναν ασφυκτικό ρεαλισμό που προσδίδει στο δύσκολο στην παρακολούθηση έργο του μια ιδιαίτερη, εκκωφαντική υφή.

Το δραματικό “Pekak” από τη Μαλαισία, παρακολουθεί τον κωφάλαλο Ούντα, ο οποίος γίνεται βαποράκι προκειμένου να μαζέψει λεφτά για εγχείρηση, ώστε να θεραπεύσει την κώφωσή του. Αρχικά φέρνει στο μυαλό το Sympathy for MrVengeance, αλλά σύντομα αλλάζει πορεία και μετατρέπεται σε ήπιο νεανικό love story με προβλεπόμενο τραγικό τέλος, δεδομένης της αυξανόμενης εμπλοκής των ναρκωτικών στην ιστορία. Δυστυχώς οι προβλέψεις επαληθεύονται με την κορύφωση του δράματος, και ενισχύονται από έναν μάλλον αυθόρμητο διδακτισμό και ορισμένα βίαια ξεσπάσματα (ξαναφέρνουν στο μυαλό τον MrVengeance, αλλά εδώ λειτουργούν παράφωνα) που οδηγούν σε ένα μέτριο σύνολο, παρά την ενδιαφέρουσα σκηνοθετική προσέγγιση και την προσεγμένη καλλιτεχνική παραγωγή.

Το παρα-τρίχα εξαιρετικό “Karaoke Crazies” (παρουσία σκηνοθέτη), μια μαύρη κωμωδία κλειστού χώρου από τη Νότια Κορέα. Ο Σουνγκ-γουκ είναι ο ιδιοκτήτης ενός μικρού, υπόγειου καραόκε κλαμπ, που προσπαθεί με δυσκολία να τα βγάλει πέρα οικονομικά. Περνάει τις ώρες του μόνος εκεί χωρίς να βγαίνει ποτέ έξω, ακούει πορνό και παραγγέλνει αποκλειστικά νουντλς (χαρακτηριστική τροφή του Ασιάτη ερημίτη). Στην αγγελία του για εργασία απαντάει η μοναχική Χα-Σουκ, εξίσου κατεστραμμένη, που σύντομα επιφέρει κερδοφορία στη μικρή τους επιχείρηση, καθώς προσφέρει στα μουλωχτά στους πελάτες... μια επιπλέον υπηρεσία. Ύστερα έρχεται και η Να-Τζου, που ως “επαγγελματίας διασώτρια νεκρών καταστημάτων” ζωντανεύει την ατμόσφαιρα και αυξάνει το πελατολόγιο. Παράλληλα, η απειλή ενός άγνωστου αντιήρωα είναι από την αρχή εμφανής, με αστυνομικούς να επισκέπτονται επανειλλημένα τον Σουνγκ-γουκ και δείχνοντάς του την αφίσα ενός κατατηζούμενου. Με μια θεατρική, μονοχωρική προσέγγιση και ένα υπέροχα μελαγχολικό και πολύχρωμο σκηνοθετικό ύφος που παραπέμπει άμεσα στον Jean-Pierre Jeunet (Delicatesseno Sang-Chan Kim πλαισιώνει άψογα τους αξιοζήλευτους αυτούς χαρακτήρες, και φροντίζει ο καθένας να τροφοδοτείται θετικά και αρνητικά από τους υπόλοιπους. Μα, μετά από μια θαυμάσια τηλεφωνική λεκτική αντιπαράθεση (μου έφερε στο μυαλό την “Αποστολή στην Μπριζ”) του πρωταγωνιστή μας με τον αντιήρωα, που ξεκίνησε ως τελική κλιμάκωση του δράματος με την προοπτική ενός μεγάλου payoff, δυστυχώς, αποδείχτηκε πολύ καλό για να είναι αληθινό. Τα τελευταία δέκα λεπτά ήταν ένα βιαστικό, εκβιαστικό happy end, που αδίκησε κατάφωρα όλη την θεατρική-κινηματογραφική μαγεία που καλλιεργήθηκε στα προηγούμενα ενενήντα.

Τη δραματική κωμωδία “The Laundryman” από την Ταϊβάν, όπου ένας πληρωμένος δολοφόνος περιτριγυρίζεται κυριολεκτικά στην καθημερινότητά του από φαντάσματα ανθρώπων που είτε έχει σκοτώσει, είτε δε γνωρίζει καν, οπότε προσλαμβάνει μια μέντιουμ με στόχο να καταλάβει τι ζητούν και δεν ησυχάζουν, ώστε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους και να τον απαλλάξουν. Με μια πλοκή που κινείται εξ αρχής σε υπερφυσικά μονοπάτια, το “The Laundryman” ξεκινάει ως απενοχοποιημένο fun και αποφασίζει να παραμείνει εκεί. Αφηγηματικά πρωτοτυπεί ως προς το ότι ακολουθεί μια πλήρως κωμική προσέγγιση, με μερικά ισχνά δραματικά στοιχειά να εμφανίζονται στην τελική έκβαση, αλλά χωρίς πρόσφορο έδαφος για να ξεπεραστεί εν τέλει το αρχικό επίπεδο.

Το Ταϋλανδέζικο “By the time it gets dark”, ένα αφηγηματικά ελλειπτικό πειραματικό έργο, που πραγματεύεται την έννοια του περάσματος του χρόνου εξερευνώντας την μέσα από τη βαρύτητα ανθρώπινων βιωμάτων. Μια νεαρή σκηνοθέτις που θέλει να γυρίσει τη βιογραφία μιας ηλικιωμένης πρώην ακτιβίστριας φοιτήτριας που επιβίωσε από σφαγή σε πανεπιστήμιο της Ταϋλάνδης, μια γυναίκα που εργάζεται σε καφετέρια, και εμφανίζεται ατέρμονα να κάνει διάφορες άλλες δουλειές, δύο ηθοποιοί με εντελώς διαφορετικές καταλήξεις. Η σκηνοθέτις διερευνεί τη σχέση του παρόντος με το παρελθόν μέσα από τους ασύνδετους χαρακτήρες της, κατά βάση μέσω της χρήσης ποικιλόμορφων εικόνων. Δεν συνδέει όμως, ούτε αφηγηματικά τα όσα μάς δείχνει, με αποτέλεσμα αρκετά από αυτά να φαντάζουν τυχαία, σαν μια κινηματογραφική περιπλάνηση χωρίς συνοχή, που όσο όμορφη γίνεται εικαστικά, άλλο τόσο δύσκολη και απρόσιτη παραμένει. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια ιδιαίτερη και αξιόλογη εμπειρία θέασης.

Και τέλος, το “The World of Us” (παρουσία σκηνοθέτη), το Κορεάτικο κοινωνικό δράμα της Ga-eun Yoon, που κέρδισε το βραβείο του διαγωνιστικού τμήματος. Η μικρή Σουν είναι περιθωριοποιημένη από τις συμμαθήτριές της στο σχολείο. Ο πατέρας της έχει προβλήματα αλκοολισμού και η μητέρα της εργάζεται μέχρι αργά καθημερινά. Μέχρι που γνωρίζει την Τζια, μια νέα της συμμαθήτρια με την οποία αναπτύσσει έντονο δεσμό, ο οποίος δεν κρατάει πολύ. Η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτις επιτυγχάνει μια θαυμάσια βουτιά στην παιδική ψυχολογία στα πλαίσια ενός απόλυτου κοινωνικού ρεαλισμού, αποσπώντας από τις μικρές της πρωταγωνίστριες ερμηνείες που θα ζήλευε και ο Hirokazu Koreeda. Χτίζει μεθοδικά δύο αληθινούς παιδικούς χαρακτήρες, τους οποίους πλαισιώνει άψογα από το κοινωνικό περιβάλλον τους, όπου σε αυτό το μεταβατικό στάδιο από την παιδική προς την εφηβική ηλικία γίνεται και η πρωταρχική μετάβαση από το στενό οικογενειακό πλαίσιο στην ευρεία, σχολική κοινωνία.

Στην κατηγορία “Stories of Women” βρίσκονται 4 ταινίες με επίκεντρο τις γυναίκες, οι τρεις από τις οποίες προέρχονται και από γυναίκες σκηνοθέτιδες.
Τα “By the time it gets dark” και “The World of Us”, που ανήκουν και στο Διαγωνιστικό τμήμα, και επιπλέον:
Το Ιαπωνικό δράμα “Hee” (“Φωτιά”) σε σκηνοθεσία της γνωστής ηθοποιού Kaori Momoi (“Οι αναμνήσεις μιας γκέισας”, “Kagemusha”), με πρωταγωνίστρια την ίδια, όπου παραδίδει μια ερμηνεία-κατάθεση ψυχής. Το τι καταθέτει, όμως, δε γίνεται ποτέ ξεκάθαρο, είναι μια μίξη πραγματικότητας και φαντασίας χωρίς ξεκάθαρα όρια. Η Momoi αναπαριστά μια γυναίκα που κατηγορείται για φόνο και εξομολογείται σε έναν ψυχίατρο πως όταν ήταν μικρή έβαλε φωτιά στο σπίτι της, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι γονείς της. Μέσα σε έναν χαοτικό, ακατάπαυστο μονόλογο μιλάει για τα πάντα, αλλά και για τίποτα.

Το σπαρακτικό Κορεάτικο δράμα εποχής “SpiritsHomecoming” του Jung-lae Cho, που καταπιάνεται με το ζήτημα των “comfort women”, δηλαδή νεαρών κοριτσιών που απάγονταν από τους Ιάπωνες κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο και χρησιμοποιούνταν ως sex slaves. Όντας ανεξάρτητη παραγωγή που ξεκίνησε ως πρότζεκτ το 2002 και ολοκληρώθηκε μετά από 14 χρόνια χάρη σε δωρεές 75.000 ατόμων, βασισμένο σε μαρτυρίες των λίγων επιζώντων γυναικών μέχρι σήμερα και χωρίς να αποκρύπτει τίποτα από τη σκληρότητα του θέματος που πραγματεύεται, είναι ένα έργο που στοχεύει να υπενθυμίσει στο ευρύ κοινό μια από τις πολλές σκοτεινές σελίδες της ιστορίας που στην Ανατολή τείνουν να ξεχαστούν και στη Δύση δεν έγιναν ποτέ γνωστές.

Η κατηγορία “Official LEAFF Selection” περιλαμβάνει 8 ακόμα ταινίες:
Το “Beautiful 2016”, μια σπονδυλωτή τετραπλή διασταύρωση Κίνας, Χονγκ Κονγκ και Ιαπωνίας, προερχόμενο, μεταξύ άλλων, από τους γνωστούς Zhang-ke Jia (“Αίσθηση Αμαρτίας”, “Πέρα από τα Βουνά”) και Hideo Nakata (“Ringu”).
To Tunnel”, Κορεάτικο δραματικό θρίλερ με παγιδευμένο πρωταγωνιστή που περιμένει να διασωθεί σε σήραγγα που κατέρρευσε, το οποίο φέρνει στο μυαλό το “Buried” (2010), αλλά εμπλουτισμένο με μπόλικο μαύρο χιούμορ και εξίσου κοινωνικά εστιασμένο στον “εξωτερικό κόσμο”.
Το “Creepy”, θρίλερ του Kiyoshi Kurosawa (“Ταξίδι στην άλλη όχθη”), με γνώριμα από τη φιλμογραφία του στοιχεία.
Το  Κορεάτικο ιστορικό δράμα, βασισμένο σε ομώνυμο μυθιστόρημα, “The Map against the world”, που βιογραφεί γλαφυρά τον άνθρωπο που έφτιαξε τον πρώτο χάρτη της Κορέας τον 18ο αιώνα.
Το αλληγορικό και εύστοχα άνευρο Ιαπωνικό δράμα “Harmonium” του Koji Fukada, που επιχειρεί να προσδιορίσει τη σύγχρονη ιαπωνική ιδιοσυγκρασία μέσα από έμμεση κοινωνική κριτική.
Το “Nessun Dorma”, ένα σεναριακά δευτεροκλασάτο, μα ατμοσφαιρικό θρίλερ μυστηρίου από το Χονγκ Κονγκ.
Το “De Lan” του Κινέζου Jie Liu, που τοποθετείται στο Θιβέτ και αφορά την μεγάλη εθνική ποικιλομορφία της Κίνας διερευνώντας τις πολιτιστικές διαφορές μεταξύ των φυλών μέσα από μια αρχετυπική δραματουργία.
Τέλος, το “Bangkok Nites” του Katsuya Tomita, μια τρίωρης διάρκειας συμπαραγωγή Ιαπωνίας, Γαλλίας, Ταϋλάνδης και Λάος, που προσφέρει μια ενδιαφέρουσα περιήγηση στη νοτιοανατολική Ασία μέσα από την, κυρίως, διαλογική επαφή των ποικιλόμορφων χαρακτήρων του.

Επίσης, υπάρχει και η κατηγορία “Film Festival Focus”, με στόχο να συνδέσει το παρόν φεστιβάλ με άλλα αντίστοιχα Ασιατικά. Σε συνεργασία με το Κορεάτικο Jeonju International Film Festival προβλήθηκαν τα “Worst Woman”, “Curtain Call” και το ντοκιμαντέρ “Breathing Underwater”.

Το φεστιβάλ έκλεισε με τη νέα ταινία του Johnnie To, “Three” (Χονγκ Κονγκ), με την παρουσία του ίδιου στην τελετή λήξης, αλλά και σε μία ανοιχτή συζήτηση με το κοινό την επόμενη μέρα, σε σχέση με το συνολικό έργο του, καθώς και με το παρελθόν και το μέλλον του Ασιατικού κινηματογράφου.

Το Ασιατικό σινεμά, με εξαίρεση κάποια μεγάλα ονόματα, δεν έχει γνωρίσει ιδιαίτερη άνθιση στη δύση, παρότι πετυχαίνει έναν εύστοχο συνδυασμό καλλιτεχνικού βάθους και εμπορικής χροιάς, πράγμα που το καθιστά προσβάσιμο από το ευρύ κοινό. Ιδιαίτερα οι Κορεάτες γνωρίζουν επακριβώς τα στοιχεία που προσφέρονται για κατανάλωση από το κοινό τους, τα οποία ενσωματώνουν στα σενάριά τους, διατηρώντας πάντα ένα καλλιτεχνικό επίπεδο, ακόμα και σε μια πλήρως συμβατική αφήγηση, καταφέρνοντας έτσι να αυξήσουν το εύρος του κοινού που απευθύνονται και να φέρουν περισσότερο κόσμο στις αίθουσες. Επί της ουσίας, κρίνοντας από τους πρωτοεμφανιζόμενους του Διαγωνιστικού, οι περισσότεροι από αυτούς δεν πρωτοπορούν, αλλά δείχνουν να επανεφευρίσκουν το δυτικό σινεμά. Ξέρουν να χτίζουν χαρακτήρες, να εμπλουτίζουν δραματουργικά τα έργα τους και να σκηνοθετούν σωστά. Αντίθετα, το σινεμά της δύσης είναι πιο αυστηρά διαχωρισμένο σε art-house και εμπορικό, δεν τα πηγαίνει το ίδιο καλά με τον συνδυασμό των δύο και βρίσκεται σε μια γενικότερη ύφεση, ειδικότερα σε σύγκριση με τον προηγούμενο αιώνα. Το Ασιατικό σινεμά εξακολουθεί να ακμάζει και να ωριμάζει. Αν η δύση μάθαινε και από την Ασία, η οποία εκτός από τα ήδη δυτικά στοιχεία που έχει (μάλλον αναπόφευκτα) υιοθετήσει, φέρει και μια απωανατολίτικη πετριά, θα προέκυπτε ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό υβρίδιο, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα νέο κύμα με μεγάλες προοπτικές.

Η προώθηση του Ασιατικού σινεμά στη χώρα μας, όπου ακόμα και πιο ιδιόρρυθμοι καλλιτέχνες, όπως ο Kim Ki-duk, κάποια έργα του οποίου έχουν τύχει διανομής, υπήρξαν αρκετά επιτυχημένα και αγαπήθηκαν, ενδεχομένως να απέφερε καρπούς.