Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Silver linings playbook / Οδηγός αισιοδοξίας (2013)


Άκου εκεί οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ! Άλλος ένας αδικαιολόγητος θρίαμβος μιας ταινίας που δεν τον αξίζει ούτε για τις ιδέες της (τίποτα απολύτως πρωτότυπο), ούτε για την εκτέλεσή τους.

Ο «Οδηγός αισιοδοξίας» του υποψήφιου και πέρυσι για Όσκαρ για το «Fighter» σκηνοθέτη David O. Russel είναι μια ρομαντική κομεντί, η οποία δεν είναι ούτε αξιοσημείωτα ρομαντική, ούτε και ιδιαίτερα… κομεντί! Για την ακρίβεια, αίσθηση ρομαντισμού κυριαρχεί μόνο όταν βρίσκεται μπροστά στον φακό η πάντα εξαιρετική Jennifer Lawrence, ενώ οι υπόλοιπες σκηνές στην πλειοψηφία τους διακρίνονται από μια χλιαρότητα σχεδόν σε όλους τους τομείς τους. Γενικώς, επιχειρείται μια κάπως άγαρμπη προσέγγιση ενός καθαρά «πιασάρικου», σε σημείο όμως ξεκάθαρων κλισέ, θέματος.

Έχουμε λοιπόν έναν γεμάτο ψυχολογικά προβλήματα βασικό χαρακτήρα (Bradley Cooper), που έχει μόλις βγει από ψυχιατρική κλινική, και είναι αποφασισμένος να ξανακερδίσει τη γυναίκα του, την οποία πλέον ο νόμος τού απαγορεύει να πλησιάσει. Ο Cooper γνωρίζει τον χαρακτήρα της Jennifer Lawrence, μιας κοπέλας εξίσου προβληματικής μιας και πρόσφατα έχασε τον άντρα της, στην οποία θα εντοπίσει το μέσο για να προσεγγίσει έμμεσα τη γυναίκα του, η Lawrence όμως από την πρώτη στιγμή που τον βλέπει εμφανώς τον ερωτεύεται. Όσο για τη συνέχεια και, κυρίως, το τέλος του φιλμ, είναι τόσο προβλέψιμα που, είτε τα ξέρετε εκ των προτέρων είτε όχι, ειλικρινά δεν θα δείτε μεγάλη διαφορά…

Και δεν είναι μόνο τα κλισέ του που κάνουν το φιλμ να μοιάζει σχετικά αδιάφορο για το ελληνικό κοινό, αλλά ο τρόπος που πραγματεύεται την ιστορία, τους χαρακτήρες και αυτήν την υποτιθέμενη «αισιοδοξία» του τίτλου του, που είναι μάλλον προορισμένα να βρουν θερμή ανταπόκριση σχεδόν αποκλειστικά στις αμερικανικές αίθουσες. Και ακόμα κι αν ο συντηρητισμός του είναι τόσο έντονος ώστε να μπορεί να θεωρηθεί σατιρικός, δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση αρκετή τόλμη για να υποστηρίξει κάτι τέτοιο…

Επιβάλλεται βέβαια να αναφερθεί και τουλάχιστον να επαινεθεί η ερμηνεία της Lawrence, στην οποία το έργο βασίζει όλη του την συναισθηματική δύναμη και η οποία είναι ίσως η μόνη (μαζί με τους Jay Cassidy και Crispin Struthers για το μοντάζ) που πραγματικά αξίζει βραβείο. Είναι ικανή να κάνει την ταινία ενδιαφέρουσα μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας της και συγκινητική χάρη στο αδιανόητα εκφραστικό -χωρίς την παραμικρή εκφραστική υπερβολή- πρόσωπό της…

Το υπόλοιπο καστ ικανοποιητικό, αλλά όχι κάτι αξέχαστο.

 Βαθμολογία: 2/5

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Django unchained / Django ο τιμωρός (2012)


 Άλλος ένας απολαυστικότατος Ταραντίνο! Όλα όσα περιμένει κανείς να δει σε μια ταινία του δίνουν το παρόν. Η κομικίστικη βία, η υπέροχη, μεθυστική φλυαρία, η αίσθηση παλιού και συνήθως β’ διαλογής σινεμά. Όλα είναι εδώ, πασπαλισμένα με μία διαρκή κωμικότητα αρκετά πιο τονισμένη απ’ ό,τι στις προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη. Κανονικότατος χαβαλές, με άλλα λόγια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο δημιουργός γίνεται βλάσφημος απέναντι στο κάθε άλλο παρά αστείο θέμα του. Αντιθέτως, πίσω από την καθαρή διασκέδαση, περιγράφει με σεβασμό την αποτρόπαια βίαιη εποχή ολοκληρωτικής έλλειψης ουσιαστικής δικαιοσύνης, στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του. Κι όταν η βία υπαινίσσεται, είναι πολύ πιο επώδυνη απ’ ό,τι όταν ανατινάζονται κεφάλια μπροστά στα μάτια σου…

Στη σχεδόν τρίωρη, αλλά καθόλου κουραστική, διάρκεια της ταινίας, η πλοκή περνά από διάφορα στάδια (στην θεωρητικά κεντρική υπόθεση θα φτάσει στο τέλος της πρώτης ώρας της!). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία, τόσο ως προς τα τεκταινόμενα, όσο και τα κινηματογραφικά είδη που ο δεξιοτέχνης δημιουργός συνδυάζει και τα συναισθήματα που προκαλεί στον θεατή. Αβίαστο γέλιο, αποστροφή, αγωνία, μέχρι και συγκίνηση σε μια συγκεκριμένη σκηνή! Άλλοτε όμως αισθάνεσαι ότι προκύπτουν εξαιρετικά πολλές εξελίξεις στην πλοκή και άλλοτε αυτές φαντάζουν χαρακτηριστικά αργές, μιας και δεν αφορούν τα γεγονότα αλλά τους διαλόγους. Διάλογοι που ξεκινούν με κάθε αφορμή, που εξελίσσονται καθηλωτικά, που είναι ικανοί να δημιουργήσουν από μόνοι τους όλα τα παραπάνω συναισθήματα, που μεταστρέφουν τη φράση «μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις»…

Από το κεντρικό καστ, η πιο αδιάφορη ερμηνεία αποδεικνύεται τελικά μάλλον αυτή του πρωταγωνιστή! Πράγμα που βέβαια δεν οφείλεται τόσο στον ίδιο, όσο στην ελάχιστη γοητεία που εκπέμπει ο χαρακτήρας του εν συγκρίσει με αυτούς που τον πλαισιώνουν.  Ή απλά, ο Κριστόφ Βαλτς είναι τόσο καλός που τον επισκιάζει. Γιατί, ειλικρινά είναι απίθανος. Μοιάζει να το διασκεδάζει πραγματικά με όλη του την ψυχή και δε χορταίνεις να τον βλέπεις. Όταν, δε, λογομαχεί ή απλώς συζητά με τον ΝτιΚάπριο, η ταινία φαντάζει αληθινά ακαταμάχητη!

Το φιλμ, παρόλα αυτά, δεν είναι αψεγάδιαστο. Όχι τόσο λόγω του τελικού λουτρού αίματος το οποίο ίσως να ήταν προτιμότερο κάπως πιο μετρημένο, (αλλά ήταν ούτως ή άλλως απόλυτα αναμενόμενο) όσο εξαιτίας ορισμένων σημείων του σεναρίου. Μπορεί αυτό να είναι εύστοχα αμπαλαρισμένο με ευρηματικούς διαλόγους, μα αν κανείς κοιτάξει λίγο βαθύτερα, ενδέχεται να διαπιστώσει λίγες αλλά αρκετά σημαντικές, διακριτικές ευκολίες που επιχειρούν να περάσουν απαρατήρητες. Ελάχιστα όμως θα επηρεάσουν και αυτές το πόσο καλά θα περάσετε παρακολουθώντας την ταινία -αν βέβαια περνάτε καλά με το σινεμά του Ταραντίνο…

Το «Django unchained»είναι μια καθαρά Ταραντινική, απολαυστικά πλούσια σε κινηματογραφικά είδη, συναισθήματα, σεναριακές εξελίξεις και, φυσικά, χαρακτηριστικούς διαλόγους ταινία, που δείχνει να διαθέτει μεγάλη αγάπη για τη βία του σινεμά, αλλά και εξίσου ισχυρή απέχθεια για αυτήν της αληθινής ζωής…

Βαθμολογία: 3.5/5

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Gangster squad / Οι Διώκτες του εγκλήματος (2013)


Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο πρώτος και ο τελευταίος λόγος πάνω στην ταινία πρέπει να γίνουν για το καστ της. Με Ryan Gosling, Emma Stone και Sean Penn ως τα «μεγάλα» ονόματα και τους Josh Brolin, Nick Nolte και Giovanni Ribisi να ακολουθούν από κοντά, το φιλμ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες αρετές για να σου κρατήσει το ενδιαφέρον. Ένα τέτοιο, σχεδόν all-star καστ, μπορεί να κάνει μέχρι και την πιο μέτρια ταινία παρακολουθήσιμη, δίνοντας στο θεατή τη δυνατότητα να περάσει ευχάριστα την ώρα του απλά χαζεύοντας τους ηθοποιούς της. Και οι παραγωγοί του «Gangster squad», απ’ ό,τι φαίνεται, το ξέρουν πολύ καλά…

Διαθέτοντας ένα γεμάτο αφέλειες σενάριο, δουλεμένο αισθητά λιγότερο απ’ όσο απαιτούν οι συνθήκες, και στηρίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικής του στη βία και το αιματοκύλισμα, το πολυδιαφημισμένο γκανγκστερικό φιλμ αποδεικνύεται σαφώς κατώτερο των προσδοκιών. Οι πρωταγωνιστές, οι «Διώκτες του εγκλήματος», σώζουν την πόλη από έναν εξαιρετικά επικίνδυνο, πανίσχυρο και αδίστακτο μαφιόζο –χωρίς, παρόλα αυτά, να ακολουθούν σχεδόν καμία στρατηγική!- και η κατάληξη δεν είναι παρά ένας ακόμη θρίαμβος των ηρωικών αστυνομικών και του σήματος το οποίο υπηρετούν.

Αν διακρίνεται, ωστόσο, ένα καλό στοιχείο στα παραπάνω, αυτό είναι πως σε σχέση πάλι με τις προσδοκίες της, η ταινία αποδεικνύεται και λίγο πιο ανάλαφρη. Έχει συναίσθηση της αφέλειάς της και συχνά στηρίζεται πάνω της για να γίνει εμφανώς διασκεδαστικότερη ή και να κάνει χιούμορ. Σαφώς προτιμότερο από την συνήθη σοβαροφάνεια του είδους…

Και, φυσικά, υπάρχουν πάντα οι ηθοποιοί της. Δεν είναι βεβαίως μία ακόμα ευκαιρία για αυτούς να αποδείξουν το αδιαμφισβήτητο  ταλέντο τους, και σχεδόν χαραμίζονται στους παντελώς επιδερμικούς ρόλους τους, η εκφραστικότητα του Penn και η άνεση του Gosling όμως διακρίνονται καθαρά ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το γενικότερο συμπέρασμα είναι πως μάλλον αποκλειστικά για το επιτελείο των ηθοποιών της δημιουργήθηκε εξαρχής η ταινία…

Βαθμολογία: 2/5

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Holy motors (2012)


Για πολλούς αριστούργημα, για άλλους τόσους ανούσια «ψευτο-καλλιτεχνιά», σίγουρα όμως το «Holy motors» είναι η πιο αμφιλεγόμενη και μία από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες της χρονιάς που μόλις έφτασε στο τέλος της. Κι όχι άδικα. Ο Leos Carax, σε ένα προκλητικά χαρακτηριστικό δείγμα της δημιουργικής του εσωστρέφειας, διηγείται μία ημέρα από τη ζωή του πρωταγωνιστή του, του κυρίου Όσκαρ, κατά την οποία αυτός μεταφέρεται με τη λιμουζίνα του για να παραστεί σε μία σειρά από επαγγελματικά ραντεβού. Μιλώντας βέβαια για «επαγγελματικά ραντεβού» έχει στο μυαλό του κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι μπορείτε να φανταστείτε… Η δουλειά του, εν ολίγοις, είναι να υποδύεται ρόλους. Κάθε φορά που βγαίνει από τη λιμουζίνα-καμαρίνι του, έχει και διαφορετική ταυτότητα και οι εν λόγω ρόλοι του θα είναι από μια γριά ζητιάνα μέχρι ένας δολοφόνος σε αποστολή να σκοτώσει… τον εαυτό του!
Θα κοιτάτε απορημένα, θα εκνευριστείτε, θα αναφωνήσετε «επιτέλους» ή θα σκάσετε στα γέλια, μετά το τέλος της ταινίας. Όλες οι αντιδράσεις είναι απολύτως λογικές. Παράλογη, ίσως ασυνάρτητη, αλλά αν μη τι άλλο φοβερά ευφάνταστη, χωρίς, πολλές φορές, να σου ξεκαθαρίζει αν πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά, η ταινία μέχρι κάποιο σημείο δε βγάζει κανένα απολύτως νόημα! Σταδιακά όμως, αρχίζουν όλο και συχνότερα να εμφανίζονται στοιχεία που μοιάζουν να κρύβουν μέσα τους ουσία, κομμάτια ενός χαώδους παζλ που φαινομενικά ταιριάζουν μεταξύ τους…
Αφού το φιλμ τελειώσει, καρφώνεται με ευκολία στο μυαλό σου. Για μέρες. Και κατά την ομολογουμένως δύσκολη επεξεργασία του, ανακαλύπτεις πως τα κομμάτια που ταιριάζουν ολοένα και πολλαπλασιάζονται. Το φιλμ πλέον μοιάζει με γρίφο που σιγά-σιγά αποκωδικοποιείται, αν και είναι μάλλον αδύνατο να λυθεί εξολοκλήρου.
Όπως μαρτυρούν ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας της και η σύντομη εμφάνιση του ίδιου του Carax στην εναρκτήρια σεκάνς, η οποία λειτουργεί κάπως σαν ένα εισαγωγικό σημείωμα, η ταινία είναι καθαρά προσωπική για τον δημιουργό της. Λαμβάνοντας αυτό υπ’ όψιν, μπορεί κανείς να διακρίνει την ανάγκη του τελευταίου να εκφραστεί μέσα από το σινεμά. Συνεπώς, αν και είναι πολύ πιθανόν ο καθένας να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, το «Holy motors» μοιάζει τελικά με μια έκφραση προσωπικών ανησυχιών (κυρίως απέναντι στην νέα εποχή της τεχνολογίας) και βαθιά υπαρξιακών προβληματισμών. Για την ακρίβεια, αποτελεί έναν κυκεώνα τέτοιων φόβων και αναζητήσεων, εκφρασμένο με τόσο πάθος και έξαρση ώστε φαντάζει χαοτικός, ακόμα και στο μυαλό του ίδιου του σκηνοθέτη. Σε παρασύρει, όμως, στο δρόμο του, ακόμη κι αν δύσκολα θα δοθεί ξεκάθαρη απάντηση στο αναπόφευκτο «τι ήθελε να πει ο ποιητής;»…
Τι είναι λοιπόν το «Holy motors»; Καλή ερώτηση… Είναι ένας υπαρξιακής χροιάς, εσωτερικός διάλογος του δημιουργού του, εκφρασμένος σε μία απολαυστικά μυστηριώδη ταινία, την οποία όσο περισσότερο σκέφτεσαι, τόσο περισσότερο σου αρέσει…

Βαθμολογία: 3.5/5

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Les amants du Pont-Neuf / Οι εραστές της γέφυρας (1991)


  Οι «Εραστές της Γέφυρας» αποτελούν τη δημοφιλέστερη ταινία του Leos Carax (ο οποίος φέτος επέστρεψε μετά από χρόνια απουσίας στο κινηματογραφικό προσκήνιο με το αμφιλεγόμενο «Holy motors»), όπως και μία από τις ακριβότερες και, για πολλούς, καλύτερες ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου. Ο Carax αφηγείται μια τρυφερή ερωτική ιστορία με κοινωνικό υπόβαθρο και πρωταγωνιστές δύο άστεγους ή με μοναδικό «σπίτι» τη γέφυρα Pont-Neuf. Οι άνθρωποι αυτοί (Juliette Binoche και Denis Lavant σε δύο εξαιρετικούς, όσο και βαθιά μελαγχολικούς ρόλους) θα βρουν την αγάπη ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν σπασμένα κομμάτια από τη ζωή που έχουν χάσει.

Το θέμα, πρωτότυπο και σκληρό, αλλά και με στιγμές εντυπωσιακής αισιοδοξίας, είναι πραγματικά ευαίσθητο και η ταινία συχνά ικανή να κοιτάξει βαθιά μέσα στην καρδιά σου. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν το κατορθώνει στο σημείο που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε. Ο λόγος είναι, καταρχάς, πως η σκηνοθεσία του Carax είναι υπερβολικά ψυχρή για τη ζεστή ιστορία της, υπερβολικά απόμακρη και αποστασιοποιημένη για το συναισθηματικά μεστό θέμα της. Συχνά δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για το εξωτερικό περιβάλλον των ηρώων, τους ήχους που ακούγονται και την κατάσταση που επικρατεί γύρω τους, παρά για τους ίδιους, τα λόγια τους και τα συναισθήματά τους. Κυρίως όμως, η έντονη εσωστρέφειά της είναι αυτή που καθιστά την ταινία πολλές φορές δυσνόητη (το τέλος μοιάζει με συρραφή από σχεδόν ασυνάρτητα, ατέλειωτα ψευδοφινάλε) και όχι τόσο συναισθηματικά προσιτή όσο καταφέρνει να γίνει σε ορισμένες, σχεδόν συγκλονιστικές στιγμές.

Βαθμολογία: 3/5