Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Lo imposible / The impossible (2012)


Ο Juan Antonio Bayona έκανε αίσθηση με την πρώτη του κιόλας κινηματογραφική απόπειρα, το «Ορφανοτροφείο» -ίσως την καλύτερη ταινία τρόμου της προηγούμενης δεκαετίας. Πέντε χρόνια αργότερα, το όνομά του ξαναεμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη, πίσω από μια μεγαλύτερων φιλοδοξιών και βεληνεκούς, αγγλόφωνη αυτή τη φορά ταινία.

Το θέμα δε χρειάζεται συστάσεις. Αναπαράσταση της αληθινής (κατά πόσον άραγε;) ιστορίας μιας οικογένειας που κατάφερε να επιβιώσει από το θανατηφόρο τσουνάμι του 2004 στην Ταϊλάνδη. Κινηματογραφικά, είναι σκληρό, συγκλονιστικό και πραγματικά δυνατό από μόνο του. Δυστυχώς, στο αληθινό, εφιαλτικό αυτό γεγονός, ο Bayona δεν βρίσκει την έμπνευση για να διηγηθεί μια ουσιώδη, βαθιά ανθρώπινη ιστορία, αλλά την αφορμή για να στραγγίξει τους δακρυγόνους αδένες του θεατή. Χωρίς να έχει την υποστήριξη στιβαρού σεναρίου, ο Ισπανός σκηνοθέτης καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας του προσπαθεί απεγνωσμένα να δημιουργήσει έντονα συναισθήματα, είτε αυτά είναι δέος, είτε ενόχληση, είτε συγκίνηση. Ομολογουμένως, όσον αφορά στο πρώτο, τα καταφέρνει παραπάνω από πολύ καλά. Οι σκηνές του τσουνάμι είναι τόσο εύστοχα σκηνοθετημένες και γυρισμένες που πραγματικά σε καρφώνουν στο κάθισμά σου. Απίστευτα επιβλητικές και αληθινά ανατριχιαστικές.

Εν συνεχεία, μετά από τις εικόνες καταστροφής, ακολουθεί ο σωματικός πόνος. Ναι, το έργο θα σας σφίξει το στομάχι. Αυτή η εμμονή του όμως με το σωματικό μέρος του πόνου, τη στιγμή που ελάχιστα ασχολείται με το ψυχικό -την απώλεια- ή τουλάχιστον το κάνει επιδερμικά, καθιστά ακόμα πιο σαφή τον καθαρά εμπορικό προσανατολισμό του. Καθίσταται μάλιστα τόσο εμφανές πως αυτοσκοπός του φιλμ δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη συναισθηματική επίδραση στο κοινό του, ώστε, σε σημεία, οι σκηνές φαντάζουν σχεδόν διακριτά οριοθετημένες ανάλογα με το συναίσθημα που έχουν στο στόχαστρό τους. Λες και δήλωνε ο σκηνοθέτης στο συνεργείο: «Σε αυτή τη σκηνή πρέπει να ενοχλήσουμε. Σε αυτή, θα συγκινήσουμε. Σε αυτή, πάλι θα ενοχλήσουμε…»

Στα δυνατά χαρτιά του φιλμ συγκαταλέγονται αν μη τι άλλο οι ερμηνείες, με καλύτερο όλων τον εξαιρετικό Ewan McGregor και, φυσικά, οι συγκλονιστικές σκηνές καταστροφής, που αποτελούν και το μεγαλύτερο επίτευγμα σε αυτήν την παραγωγή. Απαρατήρητη δεν περνάει και η cameo εμφάνιση της Geraldine Chaplin, στην οποία δίνεται μάλιστα ένας από τους λίγους ουσιαστικούς διαλόγους στην ταινία…

Δεδομένου της προηγούμενης δουλειάς του σκηνοθέτη, θα περίμενε κανείς από το «The impossible» να αποτελεί ένα αρκετά πιο στιβαρό και ώριμο δράμα. Τελικά, αυτό μάλλον… πνίγεται στις φιλοδοξίες του. Όντας φοβερά εκβιαστικό συναισθηματικά, χάνει δυστυχώς την ουσία και στο μεγαλύτερο μέρος του ενοχλεί απλώς για να ενοχλήσει και συγκινεί μονάχα για να συγκινήσει. Μήπως να ξαναγυρίσετε στον Ισπανόφωνο τρόμο, κύριε Bayona;

Βαθμολογία: 2.5/5

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Upside down / Ανάμεσα σε δύο κόσμους (2012)



Η ανάμιξη ρομάντζου με φανταστικά στοιχεία θα φάνταζε πριν από κάποια χρόνια μάλλον ριψοκίνδυνη. Βρίσκοντας όμως αρχικά επιτυχία στη λογοτεχνία και τολμώντας στη συνέχεια να διασχίσει τη γέφυρα προς την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, πλέον αποτελεί σίγουρη συνταγή εισπρακτικής επιτυχίας. Τόσο σίγουρη μάλιστα, που τα στούντιο φανερώνουν παντελή αδιαφορία για την καλλιτεχνική, πέρα από την καθαρά τεχνική, πλευρά ταινιών όπως το «Upside down». Οι μόνοι συντελεστές που είναι σημαντικοί για την πορεία του φιλμ στα ταμεία (και άρα απασχολούν την παραγωγή) δεν είναι παρά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και η ταινία διαθέτει δύο γερά ονόματα σε αυτούς τους ρόλους. Από εκεί και πέρα, η σκηνοθεσία φαίνεται πως δε χρειάζεται να είναι κάτι παραπάνω από διεκπεραιωτική, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δε θα διστάσει να τραβήξει τις –κατά τ’ άλλα πολύ εντυπωσιακές- εικόνες από τα μαλλιά σε σημείο υπερβολής ή πως σε στιγμές θα καταλήξει άθελά της να αγγίζει επίπεδα κωμωδίας –κάτι στο οποίο δυστυχώς συμβάλλει και η ερμηνεία του Sturges. Παρομοίως και για το σενάριο, ας μην έχει τίποτα να προσφέρει από ένα σημείο και μετά, ας είναι απλοϊκότατο, ας μην έχει ολοκληρωθεί σε σύλληψη, αρκεί να υπάρχει μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα. Όμως… και τι κεντρική ιδέα!

Η ιστορία δύο συνυπαρχόντων, ανάποδων (ο ένας πάνω από τον άλλον) κόσμων, με ξεχωριστή βαρύτητα, όπου οι σχέσεις των κατοίκων του «Πάνω» μέρους με εκείνους του «Κάτω» είναι απαγορευμένες, είναι αδύνατο να μη σε κερδίσει, αν όχι συνεπάρει. Μέσα σε μια κατάσταση διαρκούς εκμετάλλευσης των εξαθλιωμένων «Κάτω» από τους ευκατάστατους «Πάνω», που χαρίζει στην ιστορία μια αλληγορική υπόσταση με κοινωνική χροιά, θα εξελιχθεί μια ιστορία παράνομου έρωτα (μεταξύ του Sturges από τον «Κάτω» κόσμο και την Dunst από τον «Πάνω»), η οποία ομολογουμένως είναι και γεμάτη από ανέμπνευστα κλισέ και συναισθηματικά επιφανειακή. Όμως η σχεδόν καθηλωτικά ενδιαφέρουσα βασική ιστορία σε συνδυασμό με τις εκθαμβωτικές φαντασμαγορικές εικόνες που την κατακλύζουν είναι αρκετές για να κρατήσουν ειλικρινά όλη την ταινία στις πλάτες τους.

Πάνω απ’ όλα όμως, από το πρώτο λεπτό, στους τίτλους αρχής, μέσω ενός voice over από τον πρωταγωνιστή να αναρωτιέται αν «η αγάπη μπορεί να νικήσει τους νόμους της βαρύτητας», γίνεται απολύτως κατανοητή η αντιμετώπιση την οποία ζητά η ταινία από τον θεατή της. Ποτέ δεν τον υποχρεώνει να την πάρει στα σοβαρά, παρά να την παρακολουθήσει αντιλαμβανόμενος την καθαρά παραμυθένια διάστασή της, υπό το πρίσμα της οποίας δικαιολογείται και η πλειοψηφία των σεναριακών της ατελειών και των εικαστικών της υπερβολών. Ακόμα βέβαια κι αν αυτό το παραμύθι, όπως φαίνεται, πρόκειται να λησμονηθεί πολύ συντομότερα απ’ όσο θα ήλπιζε, δεν αποτυγχάνει στην αλληγορική του διάθεση και στην ευχάριστη παρακολούθησή του. 

Βαθμολογία: 2.5/5

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Sinister (2012)


Ο Oren Peli και ο James Wan είναι δύο άνθρωποι που έχουν αφήσει το στίγμα τους ανεξίτηλα στις πιο πρόσφατες ταινίες τρόμου και ο αναμφίβολα κερδοφόρος συνδυασμός της μόδας του «Paranormal activity»με το ανατρεπτικό στυλ του Wan που γέννησε το 2010 το «Insidious» (αποδεικνυόμενος καλλιτεχνικά ανεπιτυχής) μοιάζει πιστά ακολουθημένος από το «Sinister» του Scott Derrickson, πίσω από το οποίο συναντάμε παραγωγούς και των δύο προαναφερθέντων ταινιών. Ευτυχώς βέβαια δεν επανέρχεται το καταστροφικά άστοχο στοιχείο αυτοπαρωδίας του «Insidious», παρόλα αυτά όμως το φιλμ του Derrickson θα μπορούσε κάλλιστα να είναι δημιουργημένο από τον ίδιο τον Wan.

Πώς μεταφράζονται τα παραπάνω; Αφενός, δεν υπάρχει τίποτα το ουσιαστικά πρωτότυπο στο «Sinister». Αφετέρου όμως, μιας και όλα δουλεύουν μια χαρά, φαντάζει πραγματικά δύσκολο να υπάρξει θεατής που θα απογοητευτεί από αυτό. Με εξαίρεση την προβλέψιμη (και λίγο αμήχανη) κατάληξη και ορισμένες στιγμές που δεν αξιοποιούν πλήρως τις ατμοσφαιρικές δυνατότητές τους (λόγω εξολοκλήρου λάθος σκηνοθετικού χειρισμού για χάρη του εύκολου στιγμιαίου τρομάγματος) το φιλμ τα καταφέρνει περίφημα στο να δημιουργήσει μια αξιοπρεπέστατη ατμόσφαιρα απειλής. Έξυπνο εύρημα αποδεικνύεται αυτό της παρακολούθησης από τον πρωταγωνιστή μυστηριωδών παλιών φιλμ, το οποίο συμβάλλει καθοριστικά στην εν λόγω ατμόσφαιρα, στο ενδιαφέρον της υπόθεσης, αλλά και στην αίσθηση φόβου, θυμίζοντας το ρίγος της βιντεοταινίας του «The Ring». Αν θα χάσετε τον ύπνο σας δεν ξέρω, μία ανήσυχη ματιά γύρω σας πάντως θα θελήσετε να τη ρίξετε…

Βαθμολογία: 3/5

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Dark Shadows (2012)


Αφήνοντας πίσω του τη μετριότητα της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Tim Burton επιστρέφει στο στοιχείο που τον έχει καθιερώσει: αυτό του «ανάλαφρου» τρόμου. Το «Dark Shadows» είναι μια εκατό τοις εκατό «Μπαρτονική» ταινία, αλλά φιλοδοξεί να γίνει κάτι ακόμα περισσότερο: Μια σύνοψη, ενδεχομένως, ολόκληρης της φιλμογραφίας του παραμυθά σκηνοθέτη (τα «Edward Scissorhands», «Sleepy Hollow» και «Corpse bride» είναι συχνά παρόντα) και των χαρακτηριστικότερων εμμονών του. Θάνατος, φαντάσματα, κιτς χρώματα, παραμυθένια ατμόσφαιρα, στοιχεία τρόμου, μια ιδιαίτερα αξιόλογη αναβίωση των 70’s, σάτιρα της τηλεοπτικής σαπουνόπερας και, φυσικά, πολύ χιούμορ, σφιχταγκαλιάζονται και θυμίζουν παλιό καλό Burton. Η διαφορά είναι ότι το τεχνικό κομμάτι έχει εξελιχθεί πλέον όχι απλώς αισθητά, αλλά σε σημείο να είναι οπτικά τόσο εντυπωσιακό, ώστε να προκαλεί μέχρι και αναφωνήματα θαυμασμού. Το μόνο στοιχείο που αυτό το (τουλάχιστον ως ενός σημείου) απολαυστικό μείγμα αφήνει «απ’ έξω» ή, καλύτερα, πνίγει μέσα στα πολλά συστατικά του είναι ο απόκοσμος ερωτισμός του, στον οποίο θα ήταν προτιμότερο να είχε δοθεί μεγαλύτερο βάρος.

Είναι, παρόλα αυτά, πολύ δύσκολο να διατηρηθεί αυτή η επιτυχής ισορροπία για σχεδόν δύο ώρες και ο αρχικός ενθουσιασμός δεν θα παραμείνει εξίσου θερμός και μετά τα μισά της διάρκειας. Δυστυχώς, η πληθώρα των χαρακτήρων (αρκετοί εκ των οποίων είναι μάλλον αχρείαστοι), των υποϊστοριών και των κινηματογραφικών ειδών, απειλούν ολοένα και περισσότερο την συνολική συνοχή του φιλμ. Το αφελώς υπερφορτωμένο φινάλε, δε, αποδεικνύεται απογοητευτικά συμβατικό.

Στις ερμηνείες, ανώτερος όλων δεν είναι παρά ο Johnny Depp, μετρημένος και κεφάτος, ενώ οι υπόλοιποι κυμαίνονται μεταξύ της υπερβολής (Eva Green), του ναρκισσισμού (Chloe Moretz) και της… ρουτίνας (Helena Bohnam Carter).

Σαν αποτέλεσμα, αυτό που θα μπορούσε να αποτελεί την επιτομή της φιλμογραφίας του Tim Burton δεν καταφέρνει να περισώσει μέχρι τέλους την αρχική του στιβαρότητα και δεν χαράζεται στη μνήμη ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της.

Βαθμολογία: 2.5/5

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

De rouille et d' os / Σώμα με σώμα (2012)



Ξανακοιτάζοντας την αφίσα της ταινίας, αφού κανείς την παρακολουθήσει, διαπιστώνει πως είναι άκρως ουσιώδης και νοηματικά περιεκτική. Το στιγμιότυπο όπου ο Ali (Matthias Schoenaerts) κουβαλά την ανάπηρη Stephanie (Marion Cotillard) στους ώμους του απεικονίζει εύστοχα (και συνοψίζει την κινηματογραφική προβληματική για)  την ανάγκη της στήριξης του ανθρώπου από τον άλλο, μετατρέποντας τη μεταφορική -ψυχική- στήριξη σε κυριολεκτική –σωματική.

Η ταινία του Audiard, εξετάζοντας την αλληλεπίδραση δύο ζωών κατεστραμμένων και δύο ανθρώπων που στέκονται ουσιαστικά μόνοι (μέχρι να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον) απέναντι στις κακουχίες που τους επιφύλαξε η τύχη(;), πραγματεύεται την αναγκαιότητα της αγάπης, της συντροφικότητας, της παρουσίας αυτού του ανθρώπινου «στηρίγματος» στη ζωή του ατόμου. Ο Audiard όμως δεν αναζητά την ευτυχία και την καλοσύνη εκεί που δεν υπάρχουν. Μένει πάντα πιστός στην αυστηρά ρεαλιστική ματιά που επιλέγει να ακολουθήσει και, παρότι πρόθυμος να γίνει τόσο σκληρός όσο και τρυφερός, δε διστάζει να τονίσει την αδυναμία του ανθρώπου ορισμένες φορές να αντιληφθεί πόσο σημαντικό ρόλο ενδεχομένως διαδραματίζει στη ζωή κάποιου άλλου ή, αντιστρόφως, τη σημαντικότητα άλλων για τον ίδιο και να εκτιμήσει όσα του έχουν δοθεί ή όσα προθυμοποιείται ο κάθε «άλλος» να του προσφέρει. «Αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την προσωπική συνειδητοποίηση οι ανεπανόρθωτες θυσίες;» διερωτάται πιθανότατα, καλώντας κατ’ επέκταση το θεατή σε μια αυτοκριτική και σε συναφή προβληματισμό.
Πάντα με την παρουσία μιας υπέροχης Marion Cotillard, εκπληκτικά εκφραστικής δίχως την παραμικρή ερμηνευτική υπερβολή (τολμώ να πω ίσως ο καλύτερος ρόλος της…) και ενός εξαιρετικού Matthias Schoenaerts να επιτυγχάνει μια αξιέπαινη ισορροπία μεταξύ των πολλαπλών πτυχών του εντυπωσιακά αληθινού χαρακτήρα του, το φιλμ αγγίζει το θεατή και τον κοιτά στα μάτια. Το δεξιοτεχνικό σκηνοθετικό άγγιγμα του Audiard είναι παραπάνω από εμφανές και καθίσταται αναγνωρίσιμο κυρίως μέσα από επί μέρους σκηνές όπως η ανατριχιαστική διαπίστωση της Stephanie πως έχει χάσει τα πόδια της, η συγκινητική επιστροφή της στο θαλάσσιο πάρκο και, τέλος, το φινάλε, το οποίο  μπορεί αρχικά να μοιάζει έτοιμο να παραπέσει στον προβλέψιμο μελοδραματισμό, αλλά, χάρη στην σκηνοθετική του στιβαρότητα, απεναντίας συγκλονίζει και οδηγεί το φιλμ στη νοηματική του κορύφωση.

Μέσα από τη σκηνοθεσία του Audiard, τις εξαιρετικές πρωταγωνιστικές ερμηνείες και τους καλογραμμένους, πολυδιάστατους χαρακτήρες του, το «Σώμα με σώμα» υπενθυμίζει πόσο έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον και, με την ειλικρίνεια και τη βαθιά ανθρωπιά με τις οποίες μιλά στο θεατή, τον προκαλεί να ρίξει μία ακόμη (κριτική) ματιά στη δική του ζωή…

Βαθμολογία: 3.5/5

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Hotel Transylvania / Ξενοδοχείο για τέρατα (2012)


Η διακωμώδηση των ταινιών τρόμου αποτελεί, κατ’ εμέ, ένα θέμα που, λίγο ή πολύ, είναι από μόνο του εξαιρετικά ενδιαφέρον, αν όχι πάντοτε απολαυστικό. Το «Hotel Transylvania» λοιπόν παίρνει τον Δράκουλα, τον Φρανκενστάιν και πολλά άλλα γνωστά ή μη κινηματογραφικά τέρατα και, δίνοντάς τους καθαρά κωμική μορφή, τα καλεί να συνυπάρξουν σε ένα story με όχι απολύτως πρωτότυπη, αλλά σίγουρα ευρηματική κεντρική ιδέα την σχέση ανθρώπων και τεράτων, ιδωμένη από την οπτική γωνία των τελευταίων. Τα παρουσιάζει εξίσου απειλούμενα από το ανθρώπινο είδος, όσο ισχύει και το αντίθετο. Έτσι, το ξενοδοχείο του τίτλου αποτελεί το ασφαλές καταφύγιο των τεράτων, το μέρος όπου δεν κινδυνεύουν από τους εχθρικούς ανθρώπους…

Στον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί η ιστορία, μπορεί να μη βρείτε ιδιαίτερες καινοτομίες (το φινάλε φαντάζει βγαλμένο από γλυκανάλατη αμερικάνικη κομεντί) ούτε άμεσες αναφορές σε ταινίες τρόμου, όπως εκείνες του πρόσφατου «ParaNorman», θα διακρίνετε όμως σίγουρα μια άκρως κεφάτη και απολαυστική σκηνοθεσία, πολύ έξυπνο χιούμορ και πολυάριθμα ξεκαρδιστικά γκαγκ. Σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον που αυτόματα προκαλεί η υπόθεση της ταινίας, η επιτυχία της (και η διασκέδασή σας) είναι εγγυημένη.

Θα ήταν, παρόλα αυτά, σαφώς προτιμότερο αν υπήρχε μεγαλύτερη τόλμη, τόσο ως προς την αποφυγή των αναμενόμενων κλισέ, όσο και για την αξιοποίηση ευκαιριών που προσφέρονται απλόχερα από τον κεντρικό άξονα της ιστορίας, αλλά μένουν (σχεδόν) εξολοκλήρου ανεκμετάλλευτες, όπως η προβολή της… τερατώδους φύσης του ανθρώπινου είδους.

Βαθμολογία: 3/5

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

SuperClasico / Μπουένος Άιρες σ' αγαπώ (2011)


Κλασική περίπτωση ταινίας που υπόσχεται πολλά, αλλά επί της ουσίας δεν τα καταφέρνει πουθενά. Αποτελεί, βασικά, μία προσπάθεια δημιουργίας ενός τουριστικού οδηγού του Μπουένος Άιρες, που φιλοδοξεί να γοητεύσει το θεατή με κωμική ελαφρότητα και ρομαντισμό. Αν σας φέρνει σε κάτι από Woody Allen, απατάστε.


Το μόνο που κάνει ο Madsen, στην πραγματικότητα, είναι να υιοθετεί συνταγογραφημένα «τρικ» επιτυχίας, δίχως να τα διαχειρίζεται όμως με έμπνευση και ψυχή. Σαν αποτέλεσμα, όπως είναι αναμενόμενο, τα τρικ αυτά κάθε άλλο παρά επιτυχία έχουν. Φαντάζει μάλλον προσβλητικό προς τη νοημοσύνη του θεατή το να στηρίζεται η προσδοκώμενη κινηματογραφική διασκέδαση αποκλειστικά πάνω σε μια χαρωπή μουσική επένδυση, τη στιγμή που το χιούμορ που παρατηρείται επί της οθόνης είτε ανύπαρκτο είναι είτε εντελώς κρύο. Ναι, μια τέτοια τακτική ακολουθεί το φιλμ του Madsen


Εντάξει, στο χιούμορ δεν το ‘χει, θα μου πείτε, στο ρομαντικό του κομμάτι όμως; Αμ δε. Όπως όταν προσπαθεί να γίνει αστείο το έργο καταλήγει ανόητο, έτσι κι όταν προσπαθεί να γίνει ρομαντικό -ή και συγκινητικό!-, επιχειρώντας να κρατήσει τις ισορροπίες και να μην πλατειάσει δραματικά σε βάρος της κωμωδίας (της ποιας;), παραμένει εξίσου ανόητο! Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που μοναδικό όχι ολοκληρωτικά αποτυχημένο στοιχείο αποτελεί το ρομάντζο των δύο νέων, το οποίο καταφέρνει να παραμείνει σχετικά ενδιαφέρον επειδή δηλώνει εξαρχής την εκκεντρικότητά του και την απόλυτη, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ταινία, αδιαφορία του για τον ρεαλισμό. Για τον ίδιο λόγο, κορυφαία στιγμή (και ίσως η μόνη αληθινά ευρηματική, ουσιώδης και με εύστοχο «ρομαντικό» χιούμορ) είναι εκείνη του χορού δύο… κατσαρίδων!
Έτσι, μέσα σε ένα ανούσιο σύνολο φανερής έλλειψης στόχου και πρωτοτυπίας, «μουδιασμένης» σκηνοθεσίας και ανέμπνευστης συνύπαρξης (κρύου κατά κύριο λόγο) χιούμορ και ανόητης σοβαροφάνειας, είναι πολύ λίγες οι στιγμές της ταινίας που δεν ευνοούν την ανία. Ακόμα και το φινάλε μπορεί να μην είναι αυτό που θα θεωρούσε κανείς από την αρχή δεδομένο, δεν διαθέτει όμως τίποτα το αξιοσημείωτο! Σαν ένα παιδί που, χωρίς να κατορθώνει να γίνει αστείο, απλά δεν μπορεί να σοβαρευτεί ποτέ, το «Μπουένος Άιρες σ’ αγαπώ» δεν κάνει παρά μια τρύπα στο νερό. «Όλα είναι ένα γιατί» είναι το συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξει. Ευχαριστούμε πολύ. Ο επόμενος!

Βαθμολογία: 1/5

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Project X (2012)


Υπάρχει λόγος που το εύρημα της «found-footage» ταινίας χρησιμοποιείται –και συναντά επιτυχία- σε ταινίες τρόμου. Η αίσθηση της αμεσότητας και του ρεαλισμού που προσφέρει η χειροκίνητη, «ερασιτεχνική» κινηματογράφηση κάνει τον τρόμο να μοιάζει πιο αληθινός και πιο κοντά στον θεατή. Στην κωμωδία, τώρα, ο ρεαλισμός έρχεται σε βάρος της, αφού, για να προκαλέσει γέλιο, στηρίζεται ως επί το πλείστον σε εξωπραγματικές καταστάσεις, συχνά μάλιστα όσο το δυνατόν πιο εξωφρενικές.

Στο «Project X», η επιβαλλόμενη αληθοφάνεια καταπνίγει την όποια (έτσι κι αλλιώς περιορισμένη) κωμικότητα και κάθε φορά που το φιλμ παρεκτρέπεται λίγο από την πραγματικότητα φαντάζει αφελές και χαζοχαρούμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το υπερβολικό στα όρια της γελοιότητας φινάλε.

Εδώ που τα λέμε κιόλας, σιγά το ρεαλισμό… Από την αρχή ως το τέλος της, η ταινία είναι καθαρά μια αμερικάνικη κωμωδία. Πράγμα που αναιρεί, στην τελική, το ανούσιο εισαγωγικό σημείωμα-απάτη που προσπαθεί, για κάποιο λόγο, να πείσει το θεατή πως όσα πρόκειται να παρακολουθήσει είναι αληθινά, τη στιγμή που ο χαρακτήρας που υποτίθεται πως βρίσκεται πίσω από την κάμερα και τραβάει όσα προβάλλονται, υφίσταται μόνο όταν τον θυμάται ο σκηνοθέτης…

Μιας και εξ’ αρχής λοιπόν καθίσταται σαφές πως το «επικό» αυτό πάρτυ της ιστορίας δεν θα καταφέρει να σας ρίξει δα και στο πάτωμα από τα γέλια, ίσως ούτε καν σας κάνει να ακουστείτε λίγο, πού ποντάρει, εν ολίγοις; Εμφανώς, στην ξέφρενη διασκέδαση και στον «απόλυτο» χαβαλέ. Αλλιώς, επιχειρεί να δώσει σάρκα και οστά στη μεγαλύτερη, ίσως, εφηβική φαντασίωση. Μάλλον όμως παραείναι μεγάλα τα λόγια αυτά, γι’ αυτό και σωστότερη θα φάνταζε η αναδιατύπωση της άνωθεν δήλωσης: Αλλιώς, επιχειρεί να έλξει αρκετά το ενδιαφέρον του εφηβικού κοινού ώστε να στηρίξει πάνω του τη σιγουριά της εισπρακτικής επιτυχίας του. Και εδώ είναι που τίθεται το καλλιτεχνικό ζήτημα. Η ταινία ποτέ δεν φανερώνει άλλες προθέσεις πέρα από τις κερδοφόρες ελπίδες της, ποτέ δεν μοιάζει πως θέλει με ειλικρίνεια να αγγίξει τη την ψυχολογία των νέων, ποτέ δεν δείχνει σημάδια ψυχής. Ούτε και, τελικά, είναι τόσο «ανεβαστική» όσο θα ήθελε…

Βαθμολογία: 1.5/5

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Evil dead 2 / Νεκρός την αυγή / Οι δαίμονες έστησαν χορό (1987)


Έξι χρόνια μετά την επιτυχία του πρώτου «Evil dead», ο Raimi το διασκευάζει σε ένα «Evil dead 2» μάλλον ριμέικ παρά σίκουελ, παίρνοντας το διακριτικό εκείνο μαύρο χιούμορ που διάνθιζε το προηγούμενο φιλμ και δίνοντάς του αυτήν τη φορά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Άλλωστε αυτό ήταν, κυρίως, που έκανε την τριλογία του Raimi διάσημη. Και αρκετά υπερτιμημένη. Γιατί όσο διασκεδαστική και να είναι, η ταινία ποτέ δεν παρουσιάζει κάποιον εμφανή λόγο ύπαρξης, αφού εδώ λείπει η ευρηματικότητα (μιας και σχεδόν τα πάντα τα έχουμε ξαναδεί), η απλότητα και η ατμόσφαιρα του πρώτου και αυτός ο συνδυασμός ριμέικ και συνέχειας φαντάζει εντέλει πιο εφετζίδικος απ’ ό,τι θα έπρεπε.

Μετά από ένα πρώτο δεκάλεπτο που μοιάζει να κάνει κάτι σαν μία (υπερβολικά) σύντομη περίληψη όσων συνέβησαν στο πρώτο μέρος, μεταβάλλοντάς τα λίγο και συνδέοντάς τα με όσα ακολουθούν της σκηνής που κλείνει την προηγούμενη ταινία, η πλάκα γίνεται αυτοσκοπός και η έλλειψη πειστικότητας είναι μέρος της. Σε σημεία, μάλιστα, (θυμηθείτε τον σουρεαλιστικό χορό της αποκεφαλισμένης συντρόφου του πρωταγωνιστή) θυμίζει σκοτεινό Μπαρτονικό animation! Η θέαση είναι ομολογουμένως διασκεδαστικότατη και, ευτυχώς, το φιλμ δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό του στα σοβαρά και (προφανώς) δεν προσπαθεί να ικανοποιήσει ως ταινία τρόμου. Αυτό που μένει είναι ο χαβαλές και από αυτόν υπάρχει άφθονος, είναι όμως κρίμα που ο Raimi αποφάσισε να εξυψώσει σε τέτοιο βαθμό το χιουμοριστικό στοιχείο και άφησε όλα τα υπόλοιπα ατού του πρώτου φιλμ… στο πρώτο φιλμ.

Όσο περίεργο κι αν ακουστεί, στα χιουμοριστικά highlights της ταινίας συγκαταλέγονται ένα ιπτάμενο μάτι, ένα κομμένο, δαιμονισμένο χέρι (που θα αντικατασταθεί από το περίφημο αλυσοπρίονο ως νέο άκρο) και, φυσικά, οι γιγαντιαίοι πίδακες ανεξάντλητου (και παντελώς αναληθοφανούς –συχνά πολύχρωμου!) αίματος, το οποίο όσο περισσότερο είναι, τόσο περισσότερο γέλιο βγάζει! 

Βαθμολογία: 2.5/5


Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Skyfall (2012)


Ο κινηματογραφικά μακροβιότερος ήρωας στην ιστορία κλείνει φέτος τα πενήντα του χρόνια και (πέρα από το ότι διατηρείται σε τέλεια φόρμα) τα γιορτάζει με απολαυστικό τρόπο. Βρίσκεται για πρώτη φορά σε οσκαρικά σκηνοθετικά χέρια, στα οποία εμπιστεύεται τη δημιουργία μιας ταινίας-φόρου τιμής σε ολόκληρη τη σειρά και προορισμένης να μην ξεχαστεί γρήγορα. Πράγματι, ο νέος 007 είναι τουλάχιστον αξιοπρόσεκτος και η επιρροή του στις ταινίες που θα ακολουθήσουν προβλέπεται αισθητή. Αποτελεί, όμως, την καλλιτεχνική κορύφωση όλης της 50ετίας, όπως υπόσχεται το όνομα του σκηνοθέτη του «American beauty»; Η προσωπική μου άποψη είναι πως όχι. Μα γιατί θα έπρεπε;

Η εικοστή-τρίτη αυτή περιπέτεια του αθάνατου ερωτύλου πράκτορα ξεκινά με μία εντυπωσιακότατη και απόλυτα απολαυστική καταδίωξη στους δρόμους (και τις οροφές) της Κωνσταντινούπολης, κάνοντας γρήγορα εμφανή την πρόθεση να δώσει ένα σαφώς ανώτερο οπτικό αποτέλεσμα από τη συχνά κακογυρισμένη και ζαλιστική δράση του μέτριου «Quantum of Solace». Κι όχι απλώς ικανοποιεί, αλλά η εξαιρετικά προσεγμένη του φωτογραφία και τα εντυπωσιακά του πλάνα αφήνουν το θεατή έκθαμβο, να κοιτά την οθόνη με πραγματικό δέος. Φυσικά, στο καθηλωτικό αισθητικό του κομμάτι, καθοριστικό ρόλο κρατούν οι αξέχαστες και άψογα εκμεταλλευμένες τοποθεσίες γυρισμάτων. Ο Bond θα ταξιδέψει από την Τουρκία στην «πολύχρωμη» Σαγκάη κι από κει σε έρημα, απομακρυσμένα τοπία της Σκοτίας, όπου θα συνυπάρχουν επιβλητικά πάγοι ως ντεκόρ και φλόγες για φόντο.

Η σκηνοθεσία του Mendes είναι άψογη. Αν και η επιλογή του θα μπορούσε να καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία, αντιθέτως τα πηγαίνει τέλεια. Με έκδηλη την προαναφερθείσα έμφαση στην αισθητική αρτιότητα, καταφέρνει να προσηλώσει το θεατή στο κάθισμά του και αφήνοντας πάντα χώρο για το απαραίτητο χιούμορ, προσφέρει τόσο καθαρόαιμη και έντονη περιπετειώδη διασκέδαση όσο καιρό είχαμε δει να επιτυγχάνεται. Το σημαντικότερο όμως κατόρθωμα του Mendes είναι ένα και αυτό αποτελεί και τη μεγάλη επιτυχία του «Skyfall». Αποφασισμένος να συνεχίσει την ακάθεκτη εξέλιξη της σειράς που ξεκίνησε με το «Casino Royale», αλλά θέλοντας και να γιορτάσει τα πεντηκοστά γενέθλια του αγαπημένου κατασκόπου, πηγαίνει τον «τζεϊμςμποντικό» μύθο ένα βήμα μπροστά, αλλά και ταυτόχρονα ένα βήμα πίσω, στις παλιές καλές εποχές που, όπως και να το κάνουμε, μας είχαν λείψει. Και είναι εκπληκτικά ισορροπημένη η –αυτοαναφορική- σύνδεση αυτή της νέας με τις παλιότερες φάσεις του James Bond. Όταν θα ακούσετε για πρώτη φορά –ανέγγιχτο- το διάσημο μουσικό θέμα ή όταν το φιλμ θα φτάσει στο υπέροχο κλείσιμό του, το πιθανότερο είναι πως θα θέλετε να χοροπηδήσετε από τον ενθουσιασμό σας.

Αξιέπαινες είναι, επίσης, οι επιλογές του καστ, με τον Javier Bardem να ενσαρκώνει έναν μανιακό κακό που αναμφίβολα δεν περνά απαρατήρητος, παρότι σε σημεία τείνει προς την καρικατούρα, ενώ η Judi Dench βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της ως «M».

Γιατί, λοιπόν, να μην είναι η εικοστή-τρίτη αυτή ταινία της σειράς όντως η καλύτερη στην ιστορία; Ο λόγος είναι ότι, μπορεί πράγματι να ήρθε για να μείνει, όχι όμως και για να αποτελέσει την κορυφαία στιγμή του μέχρι σήμερα franchise. Ποτέ δεν δίνει την αίσθηση ότι επιχειρεί να πετύχει κάτι τέτοιο. Δεν φταίει ότι δεν λείπουν οι αναμενόμενες εξυπνακίστικες ατάκες και οι μάλλον αναπόφευκτες ευκολίες, αλλά πως το φιλμ όχι απλώς δεν προσπαθεί να τις αποφύγει, αντιθέτως, στην τελευταία πράξη του, τις αγκαλιάζει. Εκεί είναι μάλιστα που αρχίζουν να ενοχλούν και τελικά να κάνουν τη μεγάλη του διάρκεια εμφανή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εξ’ ορισμού κλισέ χαρακτήρας του Albert Finney.

Το «Skyfall» μπορεί να μην αποτελεί την καλύτερη «Bond» ταινία που έχετε δει, συγκαταλέγεται όμως -τουλάχιστον σε οπτικό, αλλά και σκηνοθετικό επίπεδο- πράγματι σε μία από τις κορυφαίες. Από το πρώτο της λεπτό είναι καθηλωτικά εκθαμβωτική και προτείνεται αναμφίβολα σαν μία διασκεδαστική και απολύτως καλογυρισμένη αμερικανική περιπέτεια, που δεν αποφεύγει βεβαίως τις συμβάσεις του είδους. Το πιο αξιοθαύμαστο όμως επίτευγμά της, ως μέρος του «τζεϊμςμποντικού» franchise, είναι ο άκρως απολαυστικός τρόπος που συνδέει τον παλιότερο με τον σημερινό Bond, πατώντας με το ένα πόδι στην πιο μοντέρνα εκδοχή του και με το άλλο στην κλασικότερη και πλέον σχεδόν λησμονημένη.

Βαθμολογία: 3/5

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Evil dead / Το καταραμένο άσμα (1981)


Ο Sam Raimi έχει κάθε λόγο να αισθάνεται περήφανος για τη χρονιά του 1981. Όχι μόνο έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, αλλά στιγμάτισε ανεξίτηλα το κινηματογραφικό είδος του τρόμου και δημιούργησε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του όρου καλτ. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί.

Με το πενιχρό του budget να είναι εμφανές παντού και κάθε στιγμή και με ένα εξαιρετικά ολιγομελές καστ (που ερμηνεύει απαίσια…), ο Raimi δημιουργεί μία από τις πιο μακάβριες στιγμές του κινηματογραφικού μεταφυσικού τρόμου, επιστρατεύοντας ποικίλους τρόπους για να αναστατώσει τα στομάχια των λιγάκι πιο ευαίσθητων θεατών. Παράλληλα με αυτούς, το «Evil dead» διακρίνεται, μέσα στην απλότητά του,  και από μια εντυπωσιακή ευρηματικότητα, υπεύθυνη για το ρίγος που δύνανται να προκαλέσουν πολλές από τις σκηνές του, όπως και για την κλασικότητα άλλων. Αναπόσπαστο όμως στοιχείο και καθοριστικό για την επιτυχία του φιλμ, αποτελεί το διακριτικό μαύρο χιούμορ του Raimi (προσέξτε πόσο «χοντρό» χαβαλέ κάνει με το ρομάντζο του Campbell και της συντρόφου του), το οποίο αγκαλιάζει μοναδικά το εφιαλτικό κλίμα και την σχεδόν σοκαριστική βία, θέτοντας για παρονομαστή την κινηματογραφική απόλαυση. Πόσο πιο καλτ;

Γεμάτο με σκηνές που έμελλαν να αφήσουν εποχή, επηρεάζοντας σχεδόν κάθε μεταγενέστερη ταινία τρόμου και χρησιμοποιώντας για τις “βιαιοπραγίες” του τσεκούρια, φτυάρια, αλυσοπρίονα, ζωντανά δέντρα και… μολύβια, το «Evil dead» σου δίνει αρκετούς λόγους να το αγαπήσεις. Πάνω απ’ όλα, είναι η εξαιρετική, υποβλητική του ατμόσφαιρα υπό το πρίσμα της οποίας καταφέρνουν να αναμειχθούν όλα τα υπόλοιπα συστατικά του τόσο καλά και να προκύψει αυτή η απλή, αλλά τρομακτική, αστεία, ενοχλητική και απολαυστικότατη την ίδια στιγμή ταινία τρόμου.

Βαθμολογία: 3.5/5



Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Kramer vs Kramer / Κράμερ εναντίων Κράμερ (1979)


Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α’ ανδρικού και Β’ γυναικείου ρόλου για το αριστούργημα του Robert Benton, μία από τις ελάχιστες ταινίες που προσωπικά με γοήτευσε όσο και την Ακαδημία, ένα συνταρακτικά αληθινό οικογενειακό δράμα με κοινωνικές προεκτάσεις, ύμνος στην άσβεστη αγάπη που συνδέει γονείς και παιδιά. Ο Dustin Hoffman προσφέρει μία αφοπλιστικά ειλικρινή ερμηνεία και η σπαρακτική Meryl Strip διαθέτει μία εξίσου δυνατή παρουσία, αληθινά συγκινητική και τρισδιάστατη –πρέπει η ταινία να φτάσει στο τέλος της για να αποφασίσει ο θεατής αν θέλει να την κοιτά με συμπόνια ή… με μισό μάτι! Ειδική μνεία και στην εξαιρετικά πειστική ερμηνεία του οχτάχρονου τότε Justin Henry, του μικρότερου ηλικιακά ηθοποιού που κατόρθωσε ποτέ να φτάσει μέχρι τα Όσκαρ!

Με τόσο εντυπωσιακές ερμηνείες, ακόμα και η πιο επιτηδευμένη σκηνοθεσία θα φάνταζε μεγαλούργημα –εδώ όμως ο Robert Benton μεγαλουργεί στ’ αλήθεια! Αξιοποιώντας στο έπακρο τους ταλαντούχους ηθοποιούς του και χρησιμοποιώντας αρκετές φορές μονοπλάνα (τα οποία κάθε άλλο παρά κουράζουν) καταφέρνει να πείσει για το πόσο γήινη είναι η ιστορία που αφηγείται και, με το εξαιρετικά τρυφερό και πάντα απολύτως ρεαλιστικό θέμα του καλογραμμένου σεναρίου του, να αγγίξει τον θεατή πολύ βαθιά. Ακόμα και οι διαλογικές σκηνές του δικαστηρίου, τις οποίες προσωπικά ομολογουμένως φοβόμουν, καθόλου δεν κάνουν την αφήγηση να πλατειάσει, αντιθέτως προσηλώνουν τον θεατή, κρατώντας τον σε αγωνία για το ποιος από το πρώην ζεύγος «Kramer» τελικά θα κερδίσει τον αγώνα της κηδεμονίας του μικρού γιου τους. Το τρυφερό μήνυμα του φιλμ και τα διλλήματα του σχετικά με την παιδική ανατροφή θα ολοκληρωθούν με συγκινητικό τρόπο και έναν αξέχαστο, σπαρακτικό μονόλογο από την Meryl Strip στο φινάλε της ταινίας και η αίσθηση που αυτό θα αφήσει εν συνεχεία είναι αληθινά υπέροχη…

Ευχάριστο και μελαγχολικό, ευαίσθητο και (σκληρά) αληθινό, γλυκό και πικρό ταυτοχρόνως, το «Kramer vs Kramer» θα μιλήσει στην καρδιά σας…

Βαθμολογία: 4.5/5

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Hanna (2011)


Επιτέλους, να τι χρειάζονται οι σύγχρονες περιπέτειες δράσης για να αποκτήσουν μια πνοή ανανέωσης: Σκηνοθέτες που δεν κρύβονται πίσω από τα μεγάλα στούντιο παραγωγής και που χρησιμοποιούν την δική τους, προσωπική ματιά και όχι τον αυτόματο πιλότο.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η «Hanna» ξεχωρίζει από τις περιπέτειες που βγάζει συνήθως ο αμερικάνικος κινηματογράφος. Επειδή μπορεί σεναριακά να μην έχει ψυχή, σκηνοθετικά όμως έχει. Και με το παραπάνω…

Ο σκηνοθέτης των «Pride & prejudice», «Atonement» και «The soloist», έχοντας στα χέρια του ένα σενάριο με ενδιαφέρουσες ιδέες (και μία πολύ ουσιώδη ανατροπή), αλλά μάλλον επίπεδο και χωρίς χαρακτήρες, το διαχειρίζεται με φρεσκάδα και αγάπη προς το αντικείμενό του, καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα απολαυστικό, διασκεδαστικό, αλλά και υποδειγματικά φιλόξενο προς ένα αρκετά πιο απαιτητικό, σινεφίλ κοινό. Εν συγκρίσει με άλλες ταινίες του είδους, η σκηνοθεσία του είναι στιβαρή και ώριμη, αλλά και, όταν χρειάζεται, κεφάτη, τηρώντας πάντα τις αναλογίες σε κάθε τομέα με εντυπωσιακή συνέπεια. Αξιοσημείωτο επίσης το πόσο προσεγμένες, αλλά και ιδιαίτερες είναι οι σκηνές δράσης.

Ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει η Cate Blanchet είναι ομολογουμένως καρικατούρα (κάτι που η ερμηνεία της δεν μοιάζει να προσπαθεί να αλλάξει), όμως η ταλαντούχα νεαρή Saoirse Ronan, αντίθετα, είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να υπάρχει στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εμφανή και στην προηγούμενη κινηματογραφική της εμφάνιση (το πλήρως απογοητευτικό «Lovely bones»), το ερμηνευτικό της ταλέντο όσο και η εκθαμβωτική ομορφιά της την κάνουν να κρατά πραγματικά όλη την ταινία επάνω της.

Με λίγα λόγια, η «Hanna» με κέρδισε χάρη στο ιδιαίτερο σκηνοθετικό της στυλ και είναι από τις καλύτερες επιλογές που μπορεί να κάνει κανείς αναζητώντας μία αληθινά αξιόλογη περιπέτεια δράσης.

Βαθμολογία: 3.5/5

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Amour / Αγάπη (2012)


Αγάπη. Δε θα μπορούσε πιο αντιπροσωπευτικός τίτλος να συνοδεύει μία από τις πιο προσιτές και ανθρώπινες ταινίες του Michael Haneke, από μία τόσο σαφή, απλή και στην πραγματικότητα συγκλονιστικής βαρύτητας λέξη. Γιατί η ταινία του γερμανού δημιουργού είναι ακριβώς αυτό, η αγάπη στην δυνατότερη, την πιο αυθεντική της –αλλά διόλου ευχάριστη- μορφή, όταν δοκιμάζεται ανηλεώς από τον τρόμο της ανθρώπινης ανημπόριας και ταπείνωσης και την τελική, επώδυνη πορεία προς το αναπόφευκτο.

Η απλότητα του τίτλου αντικατοπτρίζεται πλήρως στο φιλμ. Αυστηρά εντός τεσσάρων τοίχων, μεστό από ουσιαστικές σιωπές και αργά, σταθερά μονοπλάνα, διεισδύει άκρως αποτελεσματικά στην συνταρακτικά ρεαλιστική πραγματικότητα του ηλικιωμένου ζευγαριού. Και είναι αυτή η αφοπλιστική λιτότητά του που, σε τελική ανάλυση, το καθιστά τόσο ειλικρινές και σαφές και του εξασφαλίζει τη διαχρονικότητά του.

Με την σφραγίδα του Haneke να είναι εμφανής, αλλά να διακρίνεται όσο ποτέ από (σκληρό, μα εξαιρετικά ανθρώπινο) συναίσθημα και τρυφερότητα, η «Αγάπη» αποτελεί τον απόλυτο ύμνο σε αυτό που δηλώνει ο τίτλος της, αλλά και στην ίδια τη ζωή και το δρόμο προς το τρομακτικό –όμως τόσο λυτρωτικό- τέλος. Εκπληκτικής δύναμης σκηνές που χαράζονται στη μνήμη, διάλογοι και συναισθήματα που ακολουθούν το θεατή μετά την προβολή, αριστουργηματικές ερμηνείες από τους δύο πρωταγωνιστές, ομολογουμένως ειδικά από την Emmanuelle Riva, αλλά και μια εξαιρετική, σχετικά μικρής διάρκειας συμμετοχή από την Isabelle Huppert, υπαρξιακοί προβληματισμοί και στ’ αλήθεια βαθιά συγκίνηση αποτελούν ενδεικτικά κάποια από τα πιο αξιέπαινα στοιχεία αυτής της συγκλονιστικά ειλικρινούς ταινίας-εμπειρίας, που, για του λόγου το αληθές, δεν περιγράφεται με λόγια. Φαντάζει παντελώς ισχνός και αχρείαστος ο οποιοσδήποτε σχολιασμός πέρα από την προτροπή να την δείτε. Γιατί –δίχως εξαιρέσεις- σας αφορά πραγματικά.

Βαθμολογία: 5/5