Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Murder by death / Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο (1976)

Σάτιρα (κυρίως) των ιστοριών της Agatha Christie, με πρωταγωνιστές-παραπομπές σε διάσημους κινηματογραφικούς/λογοτεχνικούς ντετέκτιβ, με πιο τρανταχτές εκείνες στον Ηρακλή Πουαρό και τη Miss Marple. Ο αγνώριστος Peter Sellers ως Γιαπονέζος ντετέκτιβ με τα ανεπαρκή του Αγγλικά και ο Alec Guinness ως τυφλός μπάτλερ κλέβουν την παράσταση, ενώ αξιοπρόσεκτη είναι η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική εμφάνιση του James Cromwell. Η υπόθεση συνδυάζει στοιχεία από αρκετά έργα της Christie, με ιδιαίτερα εμφανή τα «Πρόσκληση σε φόνο», «10 μικροί νέγροι» και «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές».

Υπάρχουν έξυπνα χιουμοριστικά ευρήματα (το κουδούνι-ουρλιαχτό) και οι περισσότεροι χαρακτήρες διαθέτουν μια αυθεντική τρέλα που σπάνια συναντάται σε σημερινές κωμωδίες. Αποτελεσματικότατη κωμικά είναι, δε, η προσπάθεια επικοινωνίας μεταξύ του τυφλού μπάτλερ και της κωφάλαλης μάγειρα! Παρά, όμως, τις καλές προθέσεις, την αρκετή έμπνευση και το κέφι που κρύβονται μέσα σε αυτήν την αναμφίβολα ενδιαφέρουσα κωμωδία μυστηρίου και παρά το tagline που μας προειδοποιεί ότι μπορεί να πεθάνουμε γελώντας, το γέλιο που το φιλμ βγάζει εντέλει είναι ανεπαρκές. Μάλλον θα χρειαζόταν ένα πιο εμφανές κωμικό σκηνοθετικό άγγιγμα, καθώς, αν το καλοσκεφτείς, τα περισσότερα αστεία βασίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο σενάριο και τους διαλόγους. Ενισχύονται μεν αδιαμφισβήτητα από την κωμική δύναμη των πρωταγωνιστών, αλλά από τη σκηνοθεσία λείπει το κατάλληλο τάιμινγκ που θα τα έκανε ξεκαρδιστικά. Χιουμοριστική κορύφωση δεν υπάρχει, αντιθέτως τα κωμικά gags μειώνονται, για να φτάσουμε σε ένα μάλλον αδιάφορο φινάλε ψιλοαπογοητευτικής φάρσας, αν και εντέλει παίζει σημαντικά ουσιώδη ρόλο η αυτοαναφορική παρουσία του ίδιου του Truman Capote στο καστ. Περιέργως πάντως, το ενδιαφέρον διατηρείται και χάρη στο μυστήριο, που παραμένει απρόσμενα ζωντανό μέχρι το τέλος.

Σίγουρα ενδιαφέρουσα και διασκεδαστικότατη, αυτή η αυτοαναφορική και σινεφιλική σάτιρα με τον παιχνιδιάρικο τίτλο «Δολοφονία μέσω θανάτου» δεν αφήνει αδιάφορους τους φαν της Agatha Christie και των κινηματογραφικών ντετέκτιβ, σαφώς όμως έχει χάσει μια ιδανική ευκαιρία για ένα πολύ πιο αστείο και, ίσως, αξέχαστο αποτέλεσμα.

Βαθμολογία: 2.5/5

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Xenia (2014)

Το «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα είναι μια ταινία που το ελληνικό σινεμά έχει ανάγκη. Πρόκειται για κάτι που δε βλέπουμε συχνά, καθώς καταφέρνει να ξεφύγει εντελώς από το κύμα επιρροής του «Κυνόδοντα», αλλά και από τον γενικότερο πεσιμισμό που έχει κυριεύσει το ελληνικό σινεμά και να χαράξει μια καθαρά δική του πορεία. Χωρίς να έχει ποτέ την ανάγκη να δείξει εσωστρεφές ή ιδιαίτερα διανοούμενο, μα ούτε και να γίνει mainstream, αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι θέλει πραγματικά να αρέσει!

Όπως ο τίτλος «Xenia» («Ξενία» κι όχι «Ξένια», όπως μας διορθώνει κοροϊδευτικά η ίδια η ταινία!) αφενός αναφέρεται στα ομώνυμα εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία που παίζουν ρόλο στην ιστορία και αφετέρου αποτελεί ένα κοινωνικών προεκτάσεων λογοπαίγνιο, έτσι κατά κάποιο τρόπο και η ταινία: Εστιάζει τόσο στην ακριβή αποτύπωση μιας παρακμιακής ελληνικής πραγματικότητας όσο και στο τρυφερό road movie που αποτελεί τον κορμό της αφήγησης.

Έτσι, στο πρόσωπο των (όχι πάντα, αλλά ως γενική εντύπωση) εξαιρετικών νεαρών πρωταγωνιστών παρακολουθούμε δύο συμπαθέστατους και, κυρίως, ολοζώντανους χαρακτήρες, για τους οποίους το σενάριο ενδιαφέρεται, επιτέλους, πραγματικά και δεν τους τοποθετεί εκεί ως απλούς φορείς μηνυμάτων και αλληγοριών. Και οι Κώστας Νικούλι και Νίκος Γκέλια δεν μπορούν παρά να σε κερδίσουν, με αρκετά στιγμιότυπα της κυκλοθυμικής τους σχέσης να προσθέτουν πόντους εκπληκτικής ειλικρίνειας στο εγχείρημα. Highlight η σκηνή της «anime μονομαχίας» τους, που δεν υπήρχε στο σενάριο, αλλά προστέθηκε όντας αληθινό «παιχνίδι» των πρωταγωνιστών.

Φυσικά, οι δύο αυτοί ήρωες, που αισθάνονται περιθωριοποιημένοι και ξένοι στη χώρα που τους μεγάλωσε, ευνοούν απόλυτα και τον βαθύ κοινωνικό χρωματισμό όλης της ταινίας. Η πραγματικότητα της Ελλάδας του σήμερα -ο ρατσισμός, το (γενικότερο) μίσος, η περιθωριοποίηση (κι η προσπάθεια αποδοχής) σε πρώτο πλάνο, μα και οι άστεγοι κι ο φασισμός σε δεύτερο- σκιαγραφείται με ανατριχιαστική αμεσότητα και συνοδεύει ανελλιπώς τους πρωταγωνιστές στο ταξίδι τους. Αυτή η αμεσότητα προσδίδει πραγματική δύναμη στις κοινωνικές προεκτάσεις της ταινίας, με αξιοσημείωτο παράδειγμα την επίθεση φασιστοειδών στους δρόμους της Αθήνας. Το φιλμ καταφέρνει να θίξει με οξυδέρκεια ένα σωρό προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, πάντοτε ωστόσο σε τέλεια αρμονία με το κεντρικό στόρι και χωρίς ποτέ να επιβαρύνεται με μίσος και απαισιοδοξία η εντυπωσιακά εύθυμη αντιμετώπισή του από τον Κούτρα.

Μια ταινία τόσο κοινωνικά διεισδυτική και ταυτόχρονα τόσο απολαυστική στην παρακολούθησή της πρόκειται όχι μόνο για ένα σπουδαίο κατόρθωμα, αλλά και για κάτι που πραγματικά χρειάζεται αυτή τη στιγμή το σινεμά μας. Αντιπαραβάλλοντας τη σκληρότητα της ελληνικής πραγματικότητας με τρυφερότητα, χιούμορ και τον πολύχρωμο εσωτερικό κόσμο των νεαρών πρωταγωνιστών, ο Κούτρας δημιουργεί –επιτέλους- ένα φιλμ που θα αρέσει σε όλους. Ή τέλος πάντων σε όλους όσους θέλει να αρέσει…

Βαθμολογία: 3.5/5