Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Insidious: Chapter 3 / Παγιδευμένη ψυχή: Κεφάλαιο 3

Η μεταφυσική τριλογία «Insidious» ολοκληρώνεται με ένα πρίκουελ, γραμμένο αλλά και σκηνοθετημένο από τον σεναριογράφο των προηγούμενων κεφαλαίων Leigh Whannel. Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες αλλάζουν, παραμένοντας ως συνδετικός κρίκος με τα προηγούμενα φιλμ η Elise (Lin Shaye), η ηλικιωμένη με την ικανότητα να επικοινωνεί με τον άλλο κόσμο. Αυτή μοιράζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο με τη μάλλον ανεπαρκή Stefanie Scott, στο ρόλο της νεαρής κοπέλας που στοιχειώνεται από έναν δαίμονα, τον «Άνδρα που δεν μπορεί να αναπνεύσει».

Παρά τους καινούριους ήρωες, βεβαίως, τίποτα καινούριο δεν θα βρείτε εδώ. Τα πάντα φαντάζουν ξαναειπωμένα -και φυσικά όχι μόνο εντός του franchise- και ως εκ τούτου σχεδόν ανιαρά. Μακάρι τουλάχιστον να είχαμε να πούμε πως πια έχει δέσει η «μαγιά» της συνύπαρξης χιούμορ και τρόμου που εισήγαγε το πρώτο «Insidious»… Δυστυχώς διαπιστώνουμε πως εδώ τα συστατικά είναι ακόμα πιο αδέξια ανακατεμένα και ο Leigh Whannel χάνει τα βήματά του περισσότερο κι απ` όσο θα του συγχωρούσαν οι φαν της σειράς. Τα τρομακτικά στοιχεία καθαυτά δεν έχουν την γκροτέσκ αίσθηση της πρώτης ταινίας, μα το χιούμορ και η αμήχανη αυτοπαρωδία εισβάλλουν ξανά για να γκρεμίσουν την όποια ατμόσφαιρα (όχι ότι πολυ-υπάρχει τέτοια πλέον) και να αποπροσανατολίσουν παντελώς το φιλμ. Η Lin Shaye καταλήγει σε μία σαχλή καρικατούρα - πασπαρτού ενός σωρού διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών και η ταινία στο άγαρμπα πολτοποιημένο μίγμα τους.

Κι αν τουλάχιστον κάτι άξιζε αναφοράς στο πρώτο «Insidious» ήταν ορισμένες αξιομνημόνευτα ευρηματικές σκηνές τρόμου. Ε, λοιπόν η ευρηματικότητα είναι κάτι που λείπει σε σχεδόν σοκαριστικό βαθμό από εδώ. Οι σκηνές τρόμου συνίστανται αποκλειστικά από ανέμπνευστα ανεβάσματα της μουσικής -και είναι συχνά παντελώς κακοσκηνοθετημένες-, συνθέτοντας ένα φιλμ που μοιάζει με συρραφή από jump-scares. Όσο λίγο κι αν είναι, το CGI επίσης «βγάζει μάτι» όποτε χρησιμοποιείται και αφαιρεί ένταση. Κι ενώ το σενάριο σπαταλά πολύ χρόνο μέσα στα ζοφερά κατατόπια του «άλλου κόσμου», όλο το ανατριχιαστικό μυστήριο του αγνώστου εξαφανίζεται μέσα από μια υπερβολικά κυριολεκτική και απίστευτης έλλειψης φαντασίας απεικόνιση της wannabe αφαιρετικής «άλλης πλευράς». Πρόκειται για ένα μέρος όπου ο «Άντρας που δεν μπορεί να αναπνεύσει» είναι κυριολεκτικά ένας γέρος με μάσκα οξυγόνου και όπου οι απειλητικοί δαίμονες αντιμετωπίζονται με… μπουνιές!

Εν ολίγοις, δεν θα δείτε κάτι άλλο από το πρώτο «Insidious» σε (πολύ) πιο ανέμπνευστη εκδοχή. Το γεγονός ότι το ίδιο σχόλιο έγραψα και για το περσινό «Conjuring» είναι μάλλον λίγο ανησυχητικό…

Βαθμολογία: 1/5

Far from the madding crowd / Μακριά από το πλήθος (2015)

Μετά από το εξαιρετικό προ διετίας «Κυνήγι», το οποίο έφτασε μέχρι τα ξενόγλωσσα Όσκαρ, ο Thomas Vinterberg αναλαμβάνει την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Thomas Hardy «Far from the Madding Crowd» (1874), σε σενάριο του David Nichols («Great Expectations», «One Day»). Ο Δανός σκηνοθέτης αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός στον χειρισμό μιας μεγάλης παραγωγής, αισθητικά και αφηγηματικά απαιτητικής. Μας προσφέρει ένα οπτικά άρτιο αποτέλεσμα, εμφανώς μελετημένων πλάνων, φωτισμών και χρωμάτων. Βασικά, κάνει ό,τι μπορεί για να διανθίσει συναισθηματικά ένα μάλλον άνευρο σενάριο…

Το «Far from the Madding Crowd» πάσχει από την -συχνά αισθητή στις κινηματογραφικές μεταφορές κλασικής λογοτεχνίας- αδυναμία συμπύκνωσης της πρώτης ύλης σε ένα κινηματογραφικά μεστό αποτέλεσμα. Το σενάριο μοιάζει να κάνει κακή διαχείριση χρόνου ακόμα κι αν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες σκηνές που να «χτυπάνε» ως περιττές, και εντέλει αποδεικνύεται είτε ρηχό είτε διεκπεραιωτικό. Πώς μεταφράζεται αυτό στην ταινία; Οι εξελίξεις «τρέχουν» χωρίς να προλαβαίνουν να μας αγγίξουν, γιατί οι επιμέρους σκηνές και υποπλοκές δεν έχουν το χρόνο να αποκτήσουν αρκετό βάθος, και η ιστορία φαντάζει ως ένα πολύ πιο εύπεπτο και… «κοριτσίστικο» απ΄ό,τι θα ήθελε ρομάντζο. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι πολλές από τις εξελίξεις πυροδοτούνται από τυχαία ή ελάχιστης δραματικής σημασίας γεγονότα. Εκεί που υποτίθεται πάντως πως εστιάζει το φιλμ είναι ο (περίπου) ανομολόγητος έρωτας των Carrey Mulligan και Matthias Schoenaerts, που χτίζεται μεθοδικά καθ’ όλη τη διάρκεια. Ούτε κι αυτός όμως σκιαγραφείται ουσιωδώς, αφού η κάθε (σύντομη) συνάντηση και κουβέντα των δύο χαρακτήρων μοιάζει περισσότερο με υπενθύμιση της κατεύθυνσης της ιστορίας παρά με πραγματικό χτίσιμο κάποιου δραματικού υποβάθρου.

Ομολογουμένως, η προσεγμένη σκηνοθεσία προσδίδει μια λυρικότητα στο εγχείρημα και, μαζί με τις ερμηνείες, μπορεί ως ενός σημείου να ξεγελάσει το θεατή σε μια συναισθηματική ένταση. Ιδίως η Carrey Mulligan, που αποδεικνύει για μια ακόμη φορά πόσο καταπληκτική ηθοποιός είναι (δυναμισμός και αθωότητα γίνονται ένα στο πρόσωπό της), κερδίζει γρήγορα τις εντυπώσεις και τον θεατή. Όσο κι αν θέλεις να ενδιαφερθείς όμως, η απουσία δραματικού βάρους σε μία κατά τ’ άλλα εξαιρετικά δραματική ιστορία εμποδίζει το φιλμ να ξεχωρίσει από τη μέση ταινία εποχής, που θα βρει το κοινό της μεν, αλλά δεν θα μείνει αξέχαστη σε κανέναν.

Βαθμολογία: 2.5/5

Terminator: Genisys / Εξολοθρευτής: Γένεsys (2015)

Κάτι μεταξύ ενός σίκουελ κι ενός reboot της σειράς του «Εξολοθρευτή», το «Genisys» υιοθετεί περίπου τη λογική του «X-men: Days of future past» και με την αφορμή του ταξιδιού στο χρόνο ανοίγει τις πόρτες για τη συνέχιση του franchise. Ο Arnold Schwarzenegger επιστρέφει ξανά σε πρωταγωνιστικό ρόλο -με αληθινή υπόσταση, σε αντίθεση με την καθόλα ψηφιακή του παρουσία στο «Terminator: Salvation»-, κάτι που δίκαια μπορεί να φέρει τους παλιούς φαν ξανά στις αίθουσες χωρίς να το μετανιώσουν. Για τους αμύητους στο franchise που ξεκίνησε ο James Cameron, δε, δίνεται μια ξεκάθαρη (και μάλλον εύστοχη) ευκαιρία να μπουν για πρώτη φορά στο κινηματογραφικό του σύμπαν. Η ιστορία επεξηγείται συνοπτικά και με σαφήνεια στο πρώτο τέταρτο, ως μια επανάληψη όσων πρέπει να γνωρίζεις από πριν, αλλά κι ως μια γρήγορη (αν όχι βιαστική) εισαγωγή στην πλοκή του φιλμ -ίσως αφήνοντας κι ορισμένες σεναριακές τρύπες εντέχνως ξεχασμένες μέσα στην διαδικαστική βιασύνη της.

Πάντως, προσπερνώντας τα σεναριακά θεμέλια που, ως είθισται σε τέτοιες φαινομενικά περίπλοκες σεναριακές κατασκευές (και δη όταν έχουμε time-travel), δεν είναι όσο γερά δείχνουν, περνάμε στο πραγματικό ζητούμενο: ικανοποιεί η ταινία ως το διασκεδαστικό καλοκαιρινό μπλοκμπάστερ που -απροσποίητα- αποτελεί; Η απάντηση είναι ένα μεγάλο ναι και το φιλμ σχεδόν σε αιφνιδιάζει με το πόσο ευχάριστο είναι το δίωρο που σου προσφέρει. Τίμιο και συνεπές στις προθέσεις του, προσφέρει χορταστική δράση χωρίς περιττή σοβαροφάνεια και με ψήγματα ψυχής. Ο Schwarzenegger κρατά έναν έντονα χιουμοριστικό ρόλο, σαφώς πιο εξόφθαλμα αυτοσαρκαζόμενο, μεν, απ` ό,τι ο T-800 του 1984, συμβάλλοντας όμως σε μία αίσθηση ευαίσθητης νοσταλγίας, εύστοχα συνδεδεμένης και με το γερασμένο λουκ του ηθοποιού. Παράλληλα, οι «σφήνες» τρυφερότητας του τωρινού Εξολοθρευτή λειτουργούν επίσης -αιφνιδιαστικά- αποτελεσματικά.

Το φιλμ τελικά σε κάνει να αγνοήσεις τους ενοχλητικά προφανείς διαλόγους, όσο και το μάλλον απλοϊκό στόρι, και να σταθείς εντέλει στο πόσο τίμια διασκεδαστικό είναι. Μια επίσης απλοϊκή και εύπεπτη (ως και τετριμμένη πλέον) αλληγορία για την τεχνολογία στις ζωές μας είναι κατά τ’ άλλα καλοδεχούμενη και εντάσσεται ευχάριστα στο απολαυστικό σύνολο, ενώ το δίδυμο Schwarzenegger - Emilia Clarke Game of Thrones») δένει όμορφα, ασχέτως που η δεύτερη δεν πείθει απόλυτα για bad-ass πρωταγωνίστρια. Μόνη ένστασή μου ο πρωταγωνιστής Jai Courtney, ο χαρακτήρας του οποίου ποτέ δεν φαντάζει αληθινά συμπαθής  και ο οποίος μοιάζει να επιλέχθηκε σχεδόν μόνο για το σώμα του και την περιέργως φυσιογνωμική ομοιότητά του με τον Schwarzenegger (;).

Βαθμολογία: 2.5/5

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Spy (2015)

Όταν τα στοιχεία κάθε πράκτορα της CIA διαρρέουν, undercover δράση αναλαμβάνει η Σούζαν (Melissa McCarthy), άσημη εργαζομένη της CIA της οποίας το όνειρο να γίνει κατάσκοπος βρισκόταν ως τώρα κάπου χαμένο κάτω από το γραφείο της και από τα περισσά κιλά της -τα οποία η ζωή δεν χάνει ευκαιρία να της υπενθυμίζει κοροϊδευτικά. Κι έτσι γεννιέται μια «θηλυκή» κατασκοπική παρωδία, από αυτές που το Χόλιγουντ ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει, από τον σκηνοθέτη των «Φιλενάδων», Paul Feig.

Πολλά λόγια μάλλον δεν χρειάζονται, αφού, εν ολίγοις, η ταινία είναι ακριβώς ό,τι θα περίμενες -αυτό, ευτυχώς, με την καλύτερη των εννοιών. Χωρίς να πρωτοπορεί ποτέ (όχι ότι θα ‘πρεπε), το σενάριο βγάζει χιούμορ από ατάκες, καταστάσεις και πολλή κινηματογραφική σάτιρα και δεν φείδεται καθόλου στην προσπάθειά του να τοποθετήσει αστεία σε κάθε σκηνή. Φυσικά και το φιλμ βασίζεται πολύ και στους πρωταγωνιστές του, οι οποίοι φέρνουν εις πέρας τους ρόλους τους αποτελεσματικότατα. Η Melissa McCarthy διαθέτει κωμικό ταλέντο και το αξιοποιεί όσο δεν πάει, η Rose Byrne δίνει μία ακόμη ιδιαίτερη κωμική ερμηνεία μετά την αξιοπρόσεκτη παρουσία της στο πρόσφατο «Neighbors» και η αλληλεπίδραση αυτών των δύο είναι πραγματικά σκέτη απόλαυση. Εκείνος που ξεχωρίζει περισσότερο απ’ όλους όμως δεν είναι παρά ο Jason Statham: ο ακραίος αυτοσαρκασμός του action εαυτού του είναι ο κωμικός άσσος στο μανίκι της ταινίας.

Σεναριακές και χιουμοριστικές ευκολίες δεν λείπουν μεν, ούτε και υπάρχει όμως πραγματικά λόγος να παραπονεθεί κανείς, αφού η ταινία αποδεικνύεται αναντίρρητα διασκεδαστική. Η συμμετοχή του 50 Cent στο καστ και το politically correct «συμμάζεμα» των υποϊστοριών στο τέλος ολοκληρώνουν με επιτυχία την εμπορικά σίγουρη συνταγή και το φιλμ προσφέρει απροσποίητα ό,τι υπόσχεται. Μάλιστα, με αισθητά μεγαλύτερες δόσεις χιουμοριστικής εφευρετικότητας από τον μέσο όρο της αμερικανικής κωμωδίας.

Βαθμολογία: 2.5/5