Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

A few best men / Οι κουμπάροι και το κριάρι (2011)


Το σκεπτικό του «A few best men»: Παίρνουμε την επιτυχημένη συνταγή που χρησιμοποίησε το «Ένας θάνατος σε μία κηδεία» και προσθέτουμε μια γερή δόση από «Hangover». Και τέλος! Η αναφορά, δε, στο «Ένας θάνατος σε μία κηδεία» μόνο τυχαία δεν είναι, αφού οι δύο ταινίες προέρχονται από τον ίδιο σεναριογράφο (Dean Craig)! Χωρίς, μάλιστα, να γνωρίζω το γεγονός αυτό ακόμα, το «Οι κουμπάροι και το κριάρι» μου έμοιαζε διαρκώς με κακέκτυπο της (απολαυστικότατης και καθαρά Βρετανικής) κωμωδίας του Frank Oz –με εξαίρεση τις σκηνές στις οποίες ήταν… φτυστό το «Hangover»!

Το φιλμ, ελλείψει έμπνευσης, δίνει την εντύπωση πως δεν προσπαθεί καν, στην πραγματικότητα, να γίνει αστείο –απλά εύχεται πως, με λίγη τύχη, ίσως να προκαλέσει  σε κάποιους το γέλιο! Για το διαλογικό του κομμάτι δεν το συζητάμε -απολύτως αποτυχημένο χιουμοριστικά και ξεχειλισμένο από προστυχιές. Από την άλλη,  ομολογουμένως οι παλαβές καταστάσεις του πιθανά να μπορούν να θεωρηθούν διασκεδαστικές. Αφενός όμως τα πάντα είναι απολύτως αναμενόμενα (εξαρχής ξέρεις ότι πρόκειται να παρακολουθήσεις μία ταινία για μια παρέα μερικών άκρως ανώριμων γκαφατζήδων που απλά δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους…) και αφετέρου όλη αυτή η ανελέητη καταστροφή μιας επίσημης γαμήλιας τελετής, ειλικρινά, περισσότερο κατάφερε να με αγχώσει, παρά να με διασκεδάσει!

Και φτάνουμε τελικά σε ένα φινάλε τα οποίο προσπαθεί τόσο απεγνωσμένα να σε υποχρεώσει να συγκινηθείς, ώστε, αντίθετα με όλο το υπόλοιπο φιλμ, άθελά του αποδεικνύεται ικανό να προκαλέσει πραγματικό γέλιο!

Ετυμηγορία; Πολύ κακό για το τίποτα…

Βαθμολογία: 1/5

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Thelma & Louise / Θέλμα & Λουίζ (1991)


Η καταπιεσμένη από τον σύζυγό της Θέλμα και η φίλη της, Λουίζ, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα με τον σύντροφό της, αποφασίζουν να μπουν στο αμάξι της Λουίζ και να πραγματοποιήσουν μία απελευθερωτική απόδραση από την καθημερινότητά τους. Το ταξίδι τους θα πάρει απότομη τροπή και οι δύο φίλες άθελά τους θα μετατραπούν σε επικίνδυνες εγκληματίες.

Οι περιπέτειές τους θα τις φέρουν πιο κοντά τόσο μεταξύ τους όσο και την κάθε μία ξεχωριστά με τον αληθινό της εαυτό… Η προσωπική τους οδύσσεια, όσο εφιαλτική κι αν ακούγεται, αποτελεί αληθινή λύτρωση γι’ αυτές, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι στη συνέχεια θα ζήσουν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα… Αυτό που βίωσαν μέσα από το ταξίδι τους οι δύο ηρωίδες δεν είναι ο φόβος ενός κυνηγημένου, αλλά μερικές στιγμές πραγματικής ελευθερίας, μερικές στιγμές “αληθινής” ζωής…

Το φεμινιστικό αυτό road movie του Ρίντλεϊ Σκοτ (που βλέπεται εξίσου απολαυστικά και από το ανδρικό κοινό), αν και βασικά κινείται σε mainstream μονοπάτια, δεν καταφεύγει σε εύκολους συναισθηματισμούς και εκβιαστική συγκίνηση. Πετυχαίνει στο να σε ταυτίσει με τις πρωταγωνίστριες και μιλάει για αξίες, όπως αυτήν της αληθινής φιλίας που έχει γοητέψει πλήθος θεατών.

Ο σκηνοθέτης του «Alien» και του «Blade Runner» υπογράφει, εν έτη 1991, μία από τις τελευταίες ιδιαίτερα σημαντικές ταινίες του, αποσπώντας δύο εξαιρετικές ερμηνείες από την Σούζαν Σάραντον και την Τζίνα Ντέιβις και προσφέρει στον Μπραντ Πιτ την δυναμική πρώτη μεγάλη εμφάνισή του στον κινηματογράφο…

Βαθμολογία: 4/5

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Lost in translation / Χαμένοι στη μετάφραση (2003)


Η ταινία που χάρισε στη Σοφία Κόπολα το Όσκαρ Σεναρίου (και υποψηφιότητες για Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας) ανήκει σε εκείνες που δεν είναι κάθε θεατής σε θέση να εκτιμήσει. Δεν διαθέτει φοβερά δραματικές κινηματογραφικές καταστάσεις, ούτε στηρίζει έστω και λίγο την συναισθηματική της δύναμη στη μουσική επένδυση. Η κόρη του Φράνσις Φορντ Κόπολα, με άλλα λόγια, δεν επενδύει στο πόσο εύκολα θα αγγίξει το κοινό, αλλά στο πόσο βαθιά θα το κάνει… Βασίζεται στην αμεσότητα του ρεαλισμού της και στο ταλέντο των πρωταγωνιστών της και το ίδιο αποτέλεσμα που πολλοί θεατές -ιδίως ανεξοικείωτοι με τέτοιου είδους κινηματογράφο- ενδέχεται να βρουν αδιάφορο και ανιαρό, οι υπόλοιποι θα το αισθανθούν αυθεντικά συγκινητικό!

Σαφώς αυτού του τύπου το εσωτερικό συναίσθημα δεν είναι εύκολη υπόθεση και λογικό να παρατηρούνται ορισμένες σκηνές που μοιάζουν με «μικροπαραφωνίες». Από μία άλλη σκοπιά, το φιλμ θα μπορούσε κοινωνιολογικά να κατηγορηθεί για παραπλανητική απεικόνιση της Ιαπωνίας, μιας και οι κάτοικοι της πρωτεύουσάς της φαντάζουν αποχαυνωμένοι από τους ρυθμούς του σύγχρονου κόσμου και της μεγαλούπολης και, αν μη τι άλλο, εξωφρενικά κακόγουστοι! Είναι προφανές ότι ένας από τους σκοπούς της Κόπολα ήταν το σχόλιο πάνω στις απρόσωπες σχέσεις και ζωές στις μεγαλουπόλεις, απλά προσωπικά θεωρώ πως η χρήση για το σκοπό αυτό μίας πόλης όπου οι πρωταγωνιστές αισθάνονται ούτως ή άλλως ξένοι το κάνει να μοιάζει περισσότερο σαν μία κριτική προς την ίδια την πόλη!

Ας είμαστε ειλικρινείς όμως, έχουν, στ’ αλήθεια, ιδιαίτερη σημασία τα παραπάνω; Όντας ερωτευμένος με την αξέχαστη υπόγεια συναισθηματική δύναμη της ταινίας, προσωπικά δηλώνω πως όχι. Η Κόπολα μιλάει για τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις, την αποξένωση και την συναισθηματική σύγχυση του ανθρώπου της μεγαλούπολης και μπορεί ο προβληματισμός της εν μέρει να «φαλτσάρει», μα, όπως ακριβώς αν το έργο αποτύγχανε να αγγίξει το θεατή, θα μειωνόταν αναλόγως και η αποτελεσματικότητα του σκεπτικού του, έτσι, εν προκειμένω, μετά από τέτοια συγκινησιακή επιτυχία, δεν μου πάει καν η καρδιά να μιλάω για τα μειονεκτήματά του… Αρκεί η χημεία μεταξύ μιας «νόστιμης» Σκάρλετ Γιόχανσον και ενός εξαιρετικού Μπιλ Μάρεϊ -να αναμειγνύει κωμικότητα και δυστυχία στην ίδια έκφραση!- και η σωστή εκμετάλλευσή της από την εμφανώς ταλαντούχα σκηνοθέτιδα, ώστε να καταφέρουν να δημιουργήσουν την πιο ακαταμάχητη μελαγχολία… Χωρίς να του λείπει μία πικρή αίσθηση του χιούμορ, το «Lost in translation» είναι ικανό να ξυπνήσει τον πιο ευαίσθητο εαυτό που κρύβετε μέσα σας… 

Βαθμολογία: 4/5

Take this waltz / Το δικό μας βαλς (2011)


Η Καναδή ηθοποιός Sarah Polley, στην δεύτερη μεγάλου μήκους σκηνοθετική απόπειρά της, αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, πως είναι ικανή και τολμηρή στα δύσκολα. Γιατί το να κρατήσεις το ενδιαφέρον του θεατή για πάνω από εκατό –επικίνδυνα συγκρατημένα- λεπτά και να βγάλεις αυθεντικό συναίσθημα αποκλειστικά μέσα από την δύναμη της λιτότητας και του καθημερινού ρεαλισμού είναι αναμφίβολα δύσκολο. Θυμηθείτε πόσο έντονα κατάφερε κάτι ανάλογο η Sofia Coppola στην επίσης δεύτερη ταινία της, το υπέροχο «Χαμένοι στη μετάφραση».  Όχι, εδώ δεν έχουμε κάτι τόσο δυνατό, αλλά μία αξιόλογη προσπάθεια από την Polley, η οποία διαθέτει το ταλέντο, αλλά ενδεχομένως να χρειάζεται λίγη ακόμη «μελέτη» για να φτάσει σε σημείο να δημιουργήσει αυτό που το «Δικό μας βαλς» φιλοδοξεί να είναι.

Αναμφιβόλου ποιότητας, το φιλμ έχει σαφέστατα τις στιγμές του. Ειδικά τα τελευταία είκοσι-τριάντα λεπτά σφύζουν από αναδυόμενη συναισθηματική ένταση. Η διάρκεια της ταινίας, ωστόσο, φαντάζει υπερβολικά μεγάλη για να υποστηρίξει τον διαρκώς υπόγειο ερωτισμό της. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον έρωτα, ο οποίος χάνεται, επιστρέφει και σιγά-σιγά απομακρύνεται ξανά (αυτό είναι και το νόημα του έργου), έτσι και η ταινία της Polley. Πότε σε αγκαλιάζει και πότε σου γυρνά την πλάτη. Με άλλα λόγια, προσωπικά πιστεύω πως απαιτείται ένα τρομακτικά προσεγμένο σενάριο για να τηρηθεί η συναισθηματική συνέπεια και η αληθοφανής πολυπλοκότητα των χαρακτήρων. Και από την στιγμή που αδυναμίες του σεναρίου γίνονται συχνά αισθητές (τραβηγμένοι διάλογοι, μικρές υπερβολές, αίσθηση της επανάληψης), το «Δικό μας βαλς» αναπόφευκτα κουράζει. Παρόλα αυτά, οι στιγμές όπου θα δεις να αντικατοπτρίζεται ευδιάκριτα η πραγματικότητα και ο ίδιος σου ο εαυτός είναι εκείνες που σε κερδίζουν και με μία τόσο αληθινή σκηνοθεσία και τόσο αφοπλιστικά συγκινητικές ερμηνείες, οι εν λόγω στιγμές δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Στην τελική, αυτές είναι που δίνουν στο έργο όλη την αξία του…

Βαθμολογία: 3/5

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Ted (2012)


Άραγε κάπως έτσι θα εξελίσσονταν οι παιδικές ευχές αν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν; Το «Ted», το κινηματογραφικό ντεμπούτο του δημιουργού της σειράς κινουμένων σχεδίων «Family Guy» Seth MacFarlane, είναι μία έξυπνη σάτιρα των κλισέ των ρομαντικών κομεντί και των παιδικών καρτούν. Και, ω τι έκπληξη, όπως και σε σχεδόν κάθε σατιρική κωμωδία πλέον, τα κλισέ που σατιρίζονται καταλήγουν να επιβάλλονται. Προσωπικά δεν παραπονιέμαι, θα ήταν ψέμα να πω πως ήταν κάτι το απρόσμενο…

Όχι, το «Ted» δεν είναι κάτι που δεν έχετε ξαναδεί. Αν μπορείτε, ωστόσο, να προσπεράσετε το γεγονός ότι η τρέλα του MacFarlane είναι πιασμένη χέρι-χέρι με το πιο προβλέψιμο love story και το πιο συμβιβασμένο happy end, τότε θα το διασκεδάσετε, πραγματικά. Ο αρκούδος Ted αποτελεί ένα σύμβολο της αθάνατης παιδικότητας και, με τη φωνή του MacFarlane, είναι, αν μη τι άλλο, σκέτη απόλαυση.

Κάντε και άλλη μία προσπέραση στην ξύλινη Mila Kunis, κρατήστε έναν από τους απολαυστικότερους ρόλους στους οποίους έχω δει τον Giovanni Ribisi και τις σαρωτικές κινηματογραφικές αναφορές, πασπαλίστε με μία αντισυμβατική διάθεση –αλλά αφαιρώντας την τόλμη- και έχετε καθαρόαιμη, εύπεπτη διασκέδαση. Όχι κάτι περισσότερο, αλλά μια χαρά ως εκεί. Μόνο μην μπερδευτείτε και πάρετε και τα μικρά παιδιά σας μαζί, το πιθανότερο είναι πως τα αθώα όνειρά τους θα καταστραφούν ολοσχερώς…

Βαθμολογία: 2.5/5

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Le prenom / Για όλα φταίει το όνομά σου (2012)


Τα φιλμ «δωματίου» (αυτά δηλαδή που, όπως μπορείτε να καταλάβετε, εκτυλίσσονται συνήθως μέσα σε ένα δωμάτιο, σε πραγματικό ως επί το πλείστον χρόνο) δεν αποτελούν εύκολη υπόθεση, μιας και η ιστορία τους καθοδηγείται σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα από τους διαλόγους. Ένα επιτυχές αποτέλεσμα, εντούτοις, μπορεί να αποδειχθεί αληθινά απολαυστικό. Τέτοια είναι η περίπτωση της κινηματογραφικής μεταφοράς του θεατρικού των Matthieu Delaporte και Alaxandre de la Patelliere από τους ίδιους, με τον τίτλο «Για όλα φταίει το όνομά σου» να αναφέρεται στην προσπάθεια εύρεσης ονόματος για τον αγέννητο ακόμα γιο δύο εκ των χαρακτήρων του έργου. Όταν λοιπόν η ταινία ξεκινά αναγράφοντας στους τίτλους αρχής μόνο τα μικρά ονόματα των συντελεστών της, πώς να μην σου κεντρίσει το ενδιαφέρον από τα πρώτα δευτερόλεπτα;

Θέτοντας εύστοχα ως αρχική του προτεραιότητα να βάλει το θεατή σε ένα ευχάριστα ανάλαφρο και εντελώς παρεΐστικο κλίμα, δημιουργεί την απαραίτητη οικεία ατμόσφαιρα. Άλλωστε προσωπικά θεωρώ ως σημαντικότερο συστατικό τέτοιων ταινιών την αίσθηση του ρεαλισμού: Οι διάλογοι και οι χαρακτήρες που μοιάζουν καθημερινοί και γνώριμοι βοηθούν στο να καταφέρει η  ιστορία του απλού εορταστικού δείπνου μίας δεμένης παρέας να σε πείσει ότι σε αφορά. Και γιατί να μην τα καταφέρει, όταν διαθέτει τόσο απολαυστικά προσεγμένους διαλόγους, σκηνοθεσία και ερμηνείες (ιδιαιτέρως από τον Patrick Bruel); Ξεχώρισα μάλιστα ορισμένες κωμικές στιγμές που, χωρίς να είναι πολλές, με έκαναν να γελάσω όσο δεν έχω γελάσει εδώ και πολύ καιρό… Το «Για όλα φταίει το όνομά σου» λοιπόν είναι συνάμα μία απολαυστική κωμωδία, ένα απρόβλεπτο δράμα δωματίου, ένα σχόλιο πάνω στην έλλειψη πραγματικής επικοινωνίας και, φυσικά, η γαλλική απάντηση στο «Carnage» του Roman Polanski, έχοντας μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, καλύτερη ροή από εκείνο, από τη μέση και μετά τουλάχιστον…

Να έλλειπε και αυτός ο αισθητά περιττός επίλογος που λήγει το θέμα με τον πλέον ανώδυνο τρόπο…

Βαθμολογία: 3/5

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

The Dark Knight rises / Ο Σκοτεινός Ιππότης: Η επιστροφή (2012)


Δυστυχώς, απογοητεύτηκα… Τι να κάνουμε, όταν έχουν προηγηθεί δύο υπεράνω κάθε προσδοκίας ταινίες, είναι φυσιολογικό οι απαιτήσεις από το φινάλε της τριλογίας να έχουν εκτιναχθεί στον αέρα… Παρότι δεν το περίμενα, με λύπη διαπίστωσα πως ο (πολύ αγαπημένος μου) Nolan δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες αυτές…
Ο ίδιος ο Βρετανός σκηνοθέτης (πιθανότατα αποσκοπώντας απλώς στην προώθηση της ταινίας του) δήλωσε πως δεν θα επιστρέψει για έναν τρίτο Batman, εάν το σενάριο δεν είναι εξίσου καλό, αν όχι καλύτερο, από εκείνο του «The Dark Knight». Εν τέλει, θεωρώ τουλάχιστον σαφή την προσπάθεια του Nolan να δώσει στο «The Dark Knight Rises», όπως και στην προηγούμενη ταινία, την αίσθηση της πραγματικής πρωτοτυπίας, για το είδος που υπηρετεί, και βαθύτερους προβληματισμούς. Επειδή όμως τα θέματα με τα οποία επιλέγει να ασχοληθεί χρειάζονται πολύ περισσότερη τόλμη απ’ όση δύναται να τους προσφέρει ένα blockbuster κάτω από τους εμπορικούς του όρους, ο νέος «Σκοτεινός Ιππότης» μένει τελικά στα ρηχά.

Για την ακρίβεια, ένιωσα πως το φιλμ, μέσα στην υπερβολική φιλοδοξία του, κινούταν παράλληλα σε δύο άξονες. Από τη μία, σε αυτόν της επιθυμίας να αποδειχθεί πράγματι καινοτόμο ως blockbuster. Δείχνοντας έκδηλα την επιρροή του από την παγκόσμια οικονομική αλλά και ιδεολογική κρίση των ημερών μας, βάζει τον δισεκατομμυριούχο Bruce Wayne να χρεοκοπεί και την Wayne Enterprises να πτωχεύει, ενώ, με εργαλείο τον επιβλητικότατο Bane του Tom Hardy, κάνει έναν (τελικώς επιπόλαιο) στοχασμό γύρω από τον αναρχισμό.
Από την άλλη, ο δεύτερος άξονας είναι αυτός της ακόρεστης σε δράση και όσο το δυνατόν πιο θορυβώδους και εντυπωσιακής οπτικά περιπέτειας. Κατανοητό, ως ενός σημείου, μιας και η ταινία πρόκειται για το μεγάλο φινάλε μίας τριλογίας που σχεδόν σίγουρα θα γράψει ιστορία, όμως η υπερφιλόδοξη προσπάθεια του Nolan να πετύχει την τέλεια ισορροπία μεταξύ των εν λόγω δύο «αξόνων» καταλήγει σε μία απογοητευτικά επιφανειακή αντιμετώπιση. Ως αποτέλεσμα, το φιλμ αδυνατεί να πείσει, τόσο στον τομέα της ιδεολογίας και των προβληματισμών του, όσο και σχετικά με τα κίνητρα των κακών, τους διαλόγους, τις σχέσεις του Christian Bale με τους υπόλοιπους χαρακτήρες αλλά και πολλά σημεία της ιστορίας του.

Για πρώτη φορά στον κατά Nolan Batman, διέκρινα ορισμένα κενά, ευκολίες, ακόμα και (η πιο δυσάρεστα αναπάντεχη έκπληξη) κλισέ! Στην πραγματικότητα, εντοπίζοντας όσα έχω προαναφέρει σε κάποιο συνηθισμένο blockbuster, μάλλον κάθε άλλο παρά παράπονο θα είχα, μα εδώ μιλάμε για έναν σκηνοθέτη ο οποίος έχει αποδείξει πολλές φορές τις ικανότητές του και μας έχει προσφέρει αληθινά αξιομνημόνευτες στιγμές εμπορικού κινηματογράφου. Δεν θεωρώ τον τρίτο Batman μία από αυτές. Μπορεί όντως να απομακρύνεται από τον όρο της super-hero ταινίας, για να κινηθεί όμως (τελικά) περισσότερο προς την εκκωφαντική περιπέτεια καταστροφής, παρά προς ένα ποιοτικότερο απ’ ότι συνήθως θέαμα.
Μακράν η κατώτερη ταινία της τριλογίας, κατά την προσωπική μου άποψη, και η πρώτη φορά που ο  Christopher Nolan με απογοήτευσε…

Όλες οι φετινές blockbusterικές ελπίδες τώρα πέφτουν στο «Hobbit»…

Βαθμολογία: 2.5/5

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

The Dark Knight / Ο Σκοτεινός Ιππότης (2008)


Ακόμα και όσοι δεν πείστηκαν από το «Batman begins», το 2005, για τις δυνατότητες του κατά Christopher Nolan Batman, δεν νομίζω μετά τον «Σκοτεινό Ιππότη» να έμειναν με καμία αμφιβολία για αυτές. Ο ρεαλιστικότερος και απαγκιστρωμένος από τις κόμικς καταβολές του Batman επιστρέφει, για να πάρει ό,τι ξεκίνησε η πρώτη ταινία και να το προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, αλλάζοντας οριστικά την εξέλιξη της σειράς του διάσημου ήρωα και προσθέτοντας το ανεξίτηλο στίγμα του τόσο στο είδος των super-hero ταινιών όσο και (γιατί όχι;) στον τρόπο που βλέπαμε τα blockbusters μέχρι τότε.

Ο «Σκοτεινός Ιππότης» είναι ένα blockbuster με ασυνήθιστα ευρηματικό και εντυπωσιακά προσεγμένο σενάριο εξαιρετικής σύλληψης. Η πλοκή του καθηλώνει, περιέχοντας έναν αδιανόητα μεγάλο αριθμό από subplots που δεν αφήνουν τα νεύρα του θεατή να χαλαρώσουν στιγμή και το μυαλό του να σταματήσει να τρέχει προσπαθώντας να προλάβει τις αδιάκοπες εξελίξεις. Και, πίσω από τους φρενήρεις ρυθμούς του, διαθέτει πραγματικά ενδιαφέροντες, διφορούμενους χαρακτήρες!

Τώρα θα καταλήξω αναγκαστικά προβλέψιμος, αλλά πώς να μην γίνει λόγος για τον αδικοχαμένο Heath Ledger και την εκπληκτική ερμηνεία του στον ρόλο ενός κινηματογραφικού κακού (μακράν του καλύτερου σε super-hero film) που ήδη έχει γράψει ιστορία; Ο Joker είναι ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε πραγματικά εύκολα να παραπατήσει στην χιουμοριστική καρικατουρίστικη υπερβολή, μα ο Ledger αντ’ αυτού κατορθώνει να τον κάνει πραγματικά εφιαλτικό! Ακόμα και οι χιουμοριστικές στιγμές του, αντί να ελαφρύνουν την τρομακτική εγκληματική του υπόσταση, τον βοηθούν να εισχωρήσει ακόμα βαθύτερα στους εφιάλτες του θεατή… O  χαρακτήρας του Τζόκερ ήταν αυτός που βασικά σημάδεψε την μεγάλη επιτυχία της συνέχειας του «Batman begins» χάρη στην ουσία και το βάθος των προβληματισμών που κατάφερε να της προσδώσει. Είναι ένας εγκληματίας ταυτοχρόνως παρανοϊκός και ευφυής, που σκοπός του δεν είναι να αποκτήσει χρήματα ή να πάρει κάποιου είδους εκδίκηση, αλλά να αποδείξει πόσο ετοιμόρροπες είναι στην πραγματικότητα οι ηθικές αρχές των ανθρώπων… Δίκαια έχει μπει στο πάνθεον των κινηματογραφικών κακών και σαφώς δίκαια θεωρείται ίσως ο πιο ενδιαφέρων υπερηρωικός αντίπαλος.

Επειδή, ωστόσο, πολλά από τα σχόλια και τις κριτικές για την ταινία που έχουν δημοσιευτεί μιλάνε για αριστούργημα, προσωπικά οφείλω να διευκρινίσω ότι θεωρώ την ταινία ελαφρώς υπερτιμημένη. Είναι λογικό βεβαίως για ένα φιλμ με διάρκεια που αγγίζει τις δυόμιση ώρες να κάνει κοιλιές και να γίνεται κουραστικό, ειδικά όταν διαθέτει τόσο μεγάλο αριθμό από subplots, και ο «Σκοτεινός Ιππότης» δεν κατορθώνει να το αποφύγει. Αν και μέχρι τη μέση το βρήκα ειλικρινά αριστουργηματικό, στη συνέχεια πλατειάζει και το τελικό σχέδιο του Τζόκερ με τα δύο πλοία φαντάζει περιττό και αμήχανο.

Λίγο όμως μπορεί κάτι τέτοιο να φθείρει τη στιβαρή εικόνα ενός blockbuster πρωτότυπου και τολμηρού, όπου η ασταμάτητη ένταση συνοδεύεται από ένα αληθινά εντυπωσιακό σενάριο, με καθηλωτική πλοκή, αλλά και προβληματισμούς με ουσία. Και για να μη μακρηγορούμε, το γεγονός ότι μιλάμε για τον λιγότερο «σούπερ» σούπερ ήρωα στην λιγότερο «κόμικς» κόμικς μεταφορά που έχετε δει, αρκεί. Αξίζει, στ’ αλήθεια!

Βαθμολογία: 3.5/5


Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Batman begins (2005)


Για πρώτη φορά (δεν έχει γίνει ούτε στα κόμικς) αποκαλύπτεται λεπτομερώς η προέλευση του Batman και η ιστορία του Bruce Wayne πριν φορέσει τη μαύρη στολή του και καταπιαστεί με την καταπολέμηση του εγκλήματος. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το εγχείρημα από μόνο του, ειδικά για τους φαν του σκοτεινού σούπερ-ήρωα (ένας από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος, που δεν είναι… σούπερ!). Από τη στιγμή, μάλιστα, που στη σκηνοθετική καρέκλα κάθεται ο Christopher Nolan, η ιδέα του reboot του Batman δεν θα μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο.

Η γνωστή σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Nolan, οι φρενήρεις ρυθμοί του, η αγάπη του και η προσοχή του για τη μουσική υπόκρουση, η ωριμότερη αντιμετώπιση του εμπορικού θεάματος, όλα είναι ολοφάνερα στο «Batman begins», μία ταινία που ευκολότερα βλέπεις ως προσθήκη στη φιλμογραφία του Νόλαν, παρά στη λίστα των κόμικς μεταφορών. Το σενάριο υπογράφει ο Nolan μαζί με τον David S. Goyer (σεναριογράφο των «Blade»!), που σκιαγραφούν έναν Bruce Wayne σκοτεινότερο και σοβαρότερο απ’ ό,τι παλιότερα.

Το στοίχημα είναι σαφές και αναμφίβολα κερδήθηκε. Ο Batman είναι πιο ρεαλιστικός από ποτέ και στο στόχαστρό του δεν εντοπίζονται φανταστικοί υπερ-εγκληματίες, αλλά κυρίως ένα διεφθαρμένο σύστημα, όπου η μαφία, οι λαθρέμποροι ναρκωτικών και οι πουλημένοι μπάτσοι κυριαρχούν. Μπορεί η κύρια απειλή που καλείται να αντιμετωπίσει να είναι η καταστροφή ολόκληρης της πόλης, πράγμα όμως που συνδέεται άμεσα με την διαφθορά εντός αυτής. Ο χαρακτήρας του “Σκιάχτρου” του Cillian Murphy είναι πολύ πιο ρεαλιστικός απ’ όσο θα περίμενε κανείς και η ατμόσφαιρα της ταινίας σκοτεινή και βρόμικη, αντικατοπτρίζοντας τέλεια το κλίμα μίας πόλης παρηκμασμένης και πνιγμένης στη διαφθορά.

Εν ολίγοις, το «Batman begins» αποτελεί μία από τις καλύτερες μεταφορές ηρώων κόμικς στον κινηματογράφο, σίγουρα την ρεαλιστικότερη και ίσως την πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή του σκοτεινού ήρωα, εν συγκρίσει με τις ταινίες του Tim Burton και τα κακόγουστα αίσχη του Joel Schumacher. Περιττό να πω ότι είμαι γοητευμένος από την σκηνοθεσία του Christopher Nolan και ενθουσιασμένος για άλλη μια φορά με το OST του Hans Zimmer. Και τους δύο κυρίους τους λατρεύω…

Βαθμολογία: 3.5/5


Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Maschi contro femine / Άντρες εναντίων γυναικών (2010)


Ξεκινώντας με ένα ειλικρινά κακό πρώτο πεντάλεπτο, που αφήνει απελπιστικά χαμηλές προσδοκίες για το υπόλοιπο φιλμ, το «Άντρες εναντίων γυναικών», η ιταλική κωμωδία που (για κάποιο λόγο) έσπασε τα ταμεία στη χώρα της, στην πορεία βελτιώνεται αισθητά, διαθέτοντας δυο-τρεις στιγμές εμπνευσμένου χιούμορ, ορισμένους χαρακτήρες (κυρίως έναν, βασικά) που μπορούν να σε κάνουν να ενδιαφερθείς κάπως για αυτούς και μία αρκετά χαρούμενη διάθεση, ικανή, αν μη τι άλλο, να προσφέρει μία στοιχειώδη διασκέδαση. Μα τι να την κάνεις, από την άλλη, όταν αισθάνεσαι ότι προσβάλλει τη νοημοσύνη σου;

Η ταινία διαθέτει έμπνευση στις βασικές της ιδέες αλλά όχι στην επεξεργασία τους και το μεγαλύτερο μέρος του χιούμορ της φαντάζει αποτελεσματικό μόνο για τις προεφηβικές ηλικίες -παρόλο που το θέμα της είναι καθαρά ενήλικο. Οι χαριτομενιές, οι φαρσικοί χαρακτήρες και ο παλιμπαιδισμός δίνουν και παίρνουν και το φινάλε φιλοδοξεί να προκαλέσει γέλιο και συγκίνηση ταυτόχρονα, μα ως επί το πλείστον αποδεικνύεται απλώς γλυκανάλατο στα όρια της γελοιότητας. Χωρίς υπερβολές, οι ελληνικές τηλεοπτικές κωμικές σειρές δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από την ιταλική αυτή… κρυάδα!

Βαθμολογία: 1.5/5

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

7 dias en la Habana / 7 ημέρες στην Αβάνα (2012)


Από εφτά ταινίες μικρού μήκους, μία για κάθε ημέρα της εβδομάδας, αποτελείται το ισπανόφωνο (στο μεγαλύτερο μέρος του) «7 ημέρες στην Αβάνα», με εφτά διαφορετικούς σκηνοθέτες να έχουν αναλάβει από μία ταινία ο καθένας –μεταξύ αυτών οι Benicio Den Toro, Elia Suleiman, Gaspar Noe και ο Laurent Cantet του εξαιρετικού «Ανάμεσα στους τοίχους». Το κάθε φιλμάκι διαθέτει την δική του αναγνωρίσιμη σκηνοθετική ταυτότητα, όλα κάτω από την σεναριακή επιμέλεια του Κουβανού Leonardo Padura.

Η ταινία επιχειρεί να δημιουργήσει κάτι σαν ένα μικρό πορτρέτο της σύγχρονης Αβάνας, εξερευνώντας διάφορες πτυχές της πόλης, από διαφορετικές οπτικές. Πρωταγωνιστές είναι ένας νεαρός αμερικανός τουρίστας, ένας σκηνοθέτης (ο Emir Kusturica υποδυόμενος τον εαυτό του), που επισκέπτεται την Αβάνα για να παραλάβει ένα βραβείο, μία ταλαντούχα τραγουδίστρια στη μέση ενός ερωτικού τριγώνου, ο Elia Souleiman, επίσης υποδυόμενος τον εαυτό του, σιωπηλά (όπως πάντα) περιπλανώμενος στην πόλη, μία κοπέλα την οποία εξορκίζουν γιατί είναι ομοφυλόφιλη, ένα ζευγάρι ντόπιων και μία ηλικιωμένη Κουβανή που προετοιμάζει μία θρησκευτική γιορτή.

Μέσα από τις ιστορίες αυτές, παρουσιάζεται μία ειλικρινής, αν μη τι άλλο, και αντικειμενική εικόνα για την Αβάνα, η οποία βασικά πρωταγωνιστεί στην ταινία. Μόνο που μπορεί να σε ταξιδεύει, για δύο ώρες, σε μέρη μακρινά και κατά κύριο λόγο άγνωστα σε εμάς, το «7 ημέρες στην Αβάνα» όμως δεν καταφέρνει να σου μείνει αλησμόνητο. Οι εφτά ταινίες που το αποτελούν, μοιάζουν να μην συνδέονται μεταξύ τους, αλλά ούτε και να μπορούν, από την άλλη, να σταθούν η κάθε μία αυτόνομα. Από αυτήν την άποψη πιο ολοκληρωμένο θεωρώ το τρίτο φιλμάκι, του Julio Medem, αν και είναι αυτό που δείχνει το λιγότερο ενδιαφέρον για την πόλη στην οποία γυρίστηκε. Ο Suleiman δεν κάνει παρά μία συρραφή όμορφων, αλλά κουραστικά αργόσυρτων πλάνων και ο Noe περιγράφει μία τελετή μυστηριώδους ατμόσφαιρας, αλλά και υπνωτιστικά αργών ρυθμών. Οι Del ToroEl Yuma») και TraperoJam Session») έχουν τις στιγμές τους, αλλά χάνουν στο σύνολο, ενώ το «Dulce Amargo» του Juan Carlos Tabio περνά σχεδόν απαρατήρητο. Καλό για φινάλε το «La Fuente» του Cantet.

"El Yuma" - Benicio Del Toro
"Jam Session" - Pablo Trapero
"La Tentacion de Cecilia" - Julio Medem
"Diary of a Beginner" - Elia Suleiman
"Ritual" - Gaspar Noe
"Dulce Amargo" - Juan Carlos Tabio
"La Fuente" - Laurent Cantet

Βαθμολογία: 2.5/5