Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Animal Farm / Το Ξύπνημα των Σκλάβων (1954)

Κινηματογραφική μεταφορά της αριστουργηματικής αλληγορίας του George Orwell, που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει με τα μηνύματά της όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο (αν υπάρχει κανείς που θα δει την ταινία δίχως εξοικείωση με την πρώτη ύλη), μα στη σύγκριση με εκείνο σχεδόν υπολείπεται λόγου ύπαρξης. Παρά τις καλές προθέσεις, η κινηματογραφική εκδοχή του (εμφανώς δύσκολου στη διασκευή του) βιβλίου μοιάζει με απλή εικονογράφηση της ιστορίας και αποδεικνύεται αφηγηματικά απόλυτα αδύναμη. Οι διάλογοι των ζώων έχουν παραληφθεί, με έναν εκτός κάδρου αφηγητή να αναλαμβάνει κατ` ουσίαν τη διήγηση της ιστορίας, κάτι που αν μη τι άλλο καθιστά μηδαμινή την ανάπτυξη οποιουδήποτε χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας-κλειδί του Ναπόλεον αποτυπώνεται εξαρχής ως δεδομένα «κακός», κάτι που αφαιρεί σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον της αμφιλεγόμενης πορείας του, περιορίζοντάς τον στα όρια μιας απλοϊκής καρικατούρας. Κατά συνέπεια, το εύρος ερμηνειών στενεύει και αυτή η εκπληκτικά εύστοχη και οξεία αλληγορία πάνω στην εξουσία απλουστεύει σε μεγάλο βαθμό την κινηματογραφική και νοηματική δυναμική της.

Έτσι, νοηματικά αμβλυμμένη και αμήχανα αμφιταλαντευόμενη μεταξύ παιδικής εικόνας και ενήλικου περιεχομένου, η animated «Φάρμα των ζώων» αντλεί δύναμη σχεδόν μόνο από την υπενθύμιση της σπουδαιότητας του πρωτότυπου έργου -βλέπε την ανατριχιαστική σκηνή του «ασθενοφόρου». Ήδη από την πρώτη ανάγνωση πάντως, η ιστορία φάνταζε τόσο μη κινηματογραφίσιμη όσο… αποδείχτηκε ότι είναι.

Βαθμολογία: 2/5

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Heaven knows what (2014)

Ντοκιμαντερίστικης δύναμης καταγραφή της ζωής του αστικού περιθωρίου, αυτού της έλλειψης στέγης και του εθισμού στην ηρωίνη, βασισμένη στα απομνημονεύματα της ίδιας της πρωταγωνίστριας, Arielle Holmes. Η Holmes μετουσιώνει τις δικές της εμπειρίες σε μια αληθινά δυνατή και αποστομοτικά ειλικρινή ερμηνεία, που αποτελεί την αληθινή ραχοκοκαλιά του φιλμ. Η βιωματική παρουσία της αναδεικνύει ένα ανερχόμενο ταλέντο που προβλέπεται να μας απασχολήσει στο μέλλον (μετά τη συμμετοχή της στο φιλμ η Holmes συνεχίζει να ασχολείται με την ηθοποιία). Μαζί με όλους τους -σοκαριστικά πειστικούς- συμπρωταγωνιστές της, προσδίδουν στο εγχείρημα έναν ρεαλισμό που θυμίζει πράγματι ντοκιμαντέρ και συνεπώς μια κινηματογραφική ορμή που αναπληρώνει για το μάλλον αδύναμο δραματουργικά σενάριο.

Ως προς το τελευταίο, το φιλμ μπορεί να κατηγορηθεί για ανεπαρκώς ανεπτυγμένους χαρακτήρες, μιας και δεν πραγματοποιείται κάποια σαφής αλλαγή σε αυτούς πριν τους τίτλους τέλους, και συνεπώς για  ανολοκλήρωτη δραματουργία. Από την άλλη, το λογικά ηθελημένο αυτό «ελάττωμα» αντανακλά εύστοχα την απουσία διεξόδου από την περιθωριακή ζωή (άρα είναι συνεπές προς τους χαρακτήρες), όπως και τον ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό του φιλμ, αποβάλλοντας οποιαδήποτε κινηματογραφική δραματουργική επιτήδευση. Αντίστοιχα, η σχεδόν θρυμματισμένη αφήγηση αποτελείται από στιγμιότυπα της καθημερινότητας της πρωταγωνίστριας, όχι πάντοτε δεμένα με ξεκάθαρη συνοχή, ακολουθώντας ελεύθερα ένα ακραίο (αντι-)love-story ως σεναριακό άξονα, αλλά χωρίς να δίνει μια ξεκάθαρη κατεύθυνση στην ιστορία του (ένα ακόμη είδος κινηματογραφικής «επιτήδευσης»). Το γεγονός αυτό με τη σειρά του συνθέτει αποτελεσματικά την αίσθηση μιας αποπροσανατολισμένης ζωής που, δίχως στόχο και νόημα, υφίσταται ως μια χαοτική, αυτοκαταστροφική σύγχυση.

Πρόκειται αναμφίβολα για σκληρό ρεαλιστικό κινηματογράφο, ενίοτε σοκαριστικό (η αρχική σεκάνς) και πάντοτε ανατριχιαστικά ενδελεχή στον τρόπο που παρατηρεί και αναπαράγει την πραγματικότητα. Δίχως, μάλιστα, ο ρεαλισμός του να εμποδίζει τους αδελφούς Safdie να δημιουργήσουν ορισμένες ντελιριακές σκηνές και να χρησιμοποιήσουν ένα αντίστοιχης υφής  soundtrack που ενισχύει αισθαντικά την κινηματογραφική αποτύπωση μιας μόνιμης μαστούρας και απουσίας κατεύθυνσης.

Βαθμολογία: 3/5 

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Ich Seh, Ich Seh / Goodnight mommy (2014)

Η αρχετυπική αθωότητα στη σχέση γονιών-παιδιών αποτελεί θέμα εξεχόντως ευαίσθητο, τόσο ώστε να προσφέρει απόλυτα πρόσφορο έδαφος στο σινεμά τρόμου για να το… καταπατήσει ανελέητα. Στην απειλητική ασέβεια αυτής της «ιερής» σχέσης πάτησε ο «Εξορκιστής» σοκάροντας ορδές θεατών τη δεκαετία του `70, το ίδιο και το πιο πρόσφατο «Babadook» που βασίστηκε στον τρόμο της ακραίας κατάρρευσης της γονεϊκής αγάπης για να χτίσει μια αξιοπρόσεκτη ψυχολογική αλληγορία. Σαν ένα «Babadook» από την… ανάποδη, το «Goodnight mommy» χρησιμοποιεί την ίδια λογική βυθίζοντάς μας σε έναν εφιάλτη δίχως διέξοδο, όπου όσο η αγάπη απουσιάζει από τα ψυχρά κάδρα του, άλλο τόσο ενυπάρχει στη δημιουργική μελέτη των ουσιωδών χαρακτήρων του -γι’ αυτό και λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά. Με ένα μυστηριώδες στόρι που δεν φοβάται τα -ανατριχιαστικά- άκρα και σκηνοθεσία γεμάτη ευρήματα, η απτή πραγματικότητα κονταροχτυπιέται με την υποκειμενική αντίληψη, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία από τις πιο πρωτότυπα creepy ατμόσφαιρες τρόμου στην κινηματογραφική μνήμη, όσο και αισθητά επίπεδα βάθους κάτω από αυτήν.

Το γεγονός ότι το φιλμ δεν παραλείπει ποτέ να υπηρετεί και να τεκμηριώνει εις βάθος την ουσία του (με έξυπνα κλεισίματα ματιού που όμως μάλλον προορίζονταν να είναι ορατά σε δεύτερη θέαση) είναι ο λόγος που ενδεχομένως «καίει» την έκπληξη του φινάλε του από νωρίς, στα μάτια ενός έμπειρου, τουλάχιστον, θεατή. Ταυτόχρονα όμως, είναι και η αιτία που υπάρχει ένα διαρκές και αμείωτο ψυχολογικό βάρος στους χαρακτήρες του. Από το εμπνευσμένο παιχνίδι φωτός με τους επιδέσμους της μητέρας και την αδυναμία διάκρισης των διδύμων μέχρι την απόκοσμη, σχεδόν με μια υφή σουρεαλισμού άδεια πόλη που επισκέπτονται τα παιδιά (η οποία τονίζει έμμεσα την «αφύσικη» μοναξιά τους) και την κατ’ επέκταση ψυχρή σε σημείο μη ρεαλιστικού στυλιζαρίσματος σκηνοθεσία των Fiala και Franz, όλα δίνουν χώρο για εντυπωσιακή καλλιτεχνική εμβάθυνση. Όλα υπηρετούν με αξιοθαύμαστο πείσμα την παραπάνω ιδέα της υποκειμενικότητας της αφήγησης, δίνοντας στην ταινία κάθε λόγο να φαντάζει απόκοσμη και αφύσικη, αφού έτσι φαντάζει κι ο κόσμος στο μυαλό των ηρώων της. Γι’ αυτό και, επίσης, τρομακτικά απειλητικός.

Όχι ότι δεν υπάρχουν αδυναμίες, με τη σκηνή των εθελοντών του Ερυθρού Σταυρού να μοιάζει μάλλον εύκολη (κρατάω την επιφύλαξη ότι για αυτό μπορεί να οφείλονται διαφορές στην κουλτούρα) και την τελική αποκάλυψη να σερβίρεται «στο πιάτο» με ασυγχώρητα προφανή τρόπο, μα το φιλμ παραμένει πάντοτε διεστραμμένα απολαυστικό. Από τη μία, θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό ως ταινία μία δεκαετία πριν (όπου θα ήταν δυσκολότερο να προβλέψει κανείς την κατάληξή του  και θα φάνταζε καθολικά πιο πρωτότυπο), αλλά, από την άλλη, εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα σπάνια φιλμ που, εν έτει 2015, έχουν τη δύναμη να σε ενοχλήσουν σε σημείο να θες να κλείσεις τα μάτια σου από την ένταση.

Βαθμολογία: 3.5/5

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

The hateful eight / Οι μισητοί οκτώ (2015)

Αν το «Reservoir dogs», το ενθουσιώδες κινηματογραφικό ντεμπούτο του Quentin Tarantino, ήταν  γουέστερν, τότε μάλλον θα έμοιαζε κάπως σαν τους «Μισητούς οκτώ». Αν και δεν είναι απόλυτα σαφές σε ποιους «οκτώ» αναφέρεται ακριβώς ο τίτλος, το καινούριο, πολύπαθο φιλμ του αγαπημένου Αμερικανού παρατηρεί την ένταση που αναδύεται μέσα σε μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων (με κρυμμένα, φυσικά, μυστικά) εγκλωβισμένων σε μια καλύβα κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας. Ο ρυθμός είναι αργός, οι διάλογοι εκτενείς και η διάρκεια μεγάλη, μα η ώρα περνά χωρίς να το καταλάβεις, παρόλο που ένας απαίδευτος σινεφιλικά ή «ταραντινικά» θεατής ίσως αργήσει να αισθανθεί οικεία.

Αν, πάντως, μια αχρείαστη μεγαλομανία δεν ανάγκαζε την ταινία να αγγίξει (και, στην πρωτότυπη εκδοχή που δεν προβάλλεται στη χώρα μας, να ξεπεράσει) την ήδη «επική» διάρκεια του προ τριετίας «Django Unchained», το φιλμ ίσως να αποτελούσε μία από τις σπουδαιότερες στιγμές στην ταραντινική φιλμογραφία. Κι αυτό γιατί ο 52χρονος δημιουργός δεν διστάζει να χαμηλώσει τις ταχύτητες, να επενδύσει στον μινιμαλισμό, να χρησιμοποιήσει απολαυστικά στοιχεία «whodunit» μυστηρίου, αλλά και να καταπιαστεί ουσιωδώς με πραγματικά σοβαρές, διαχρονικές προβληματικές. Το χιούμορ παραμένει άφθονο, το αίμα επίσης, και, παρότι πλέον μπορεί να αισθανθεί κανείς έναν ελαφρώς επιτηδευμένο μηχανισμό πίσω από τους διαλόγους, μόλις οι χαρακτήρες βρεθούν κλεισμένοι στο απειλητικό καταφύγιο και η ιστορία πάρει οριστικά το δρόμο της, το ίδιο συμβαίνει και με τα λόγια τους.

Ενώ όμως υπάρχουν εντός του στιγμές αληθινού κινηματογραφικού μεγαλείου, το φιλμ στο σύνολό του αποδεικνύεται μία από τις λιγότερο εμπνευσμένες ταραντινικές δημιουργίες. Κάτι που γίνεται αισθητό κατά την τελευταία ώρα του, όπου ένα αχρείαστα μεγάλο φλας-μπακ επεξηγεί τα αυτονόητα και το φινάλε θολώνει ακόμα περισσότερο (σε πρώτη ανάγνωση, τουλάχιστον) την ήδη ασαφή σεναριακή κατεύθυνση. Η ταινία ολοκληρώνεται στα ασφαλή και γνωστά, έχοντας αφήσει εκπλήξεις και ευρηματικότητα μισό σενάριο πίσω.

Κι όμως, τελικά η αρετή των «Μισητών οκτώ» δεν βρισκόταν ποτέ στις προσδοκώμενες ανατροπές και το όποιο μυστήριο. Ό,τι επιφανειακά φαντάζει αποπροσανατολισμένο και ανολοκλήρωτο αποκτά εστίαση και συνοχή σε δεύτερο επίπεδο, μέσω των κοινωνικοπολιτικών διαστάσεων της ιστορίας τις οποίες ο Tarantino θέτει ίσως για πρώτη φορά ως βασικό κεντρικό άξονα, αν όχι αυτοσκοπό. Τα πάντα λαμβάνουν χώρα ως ένας απόηχος του εμφυλίου πολέμου και στα πλαίσια ακατάσχετου μίσους, γεγονός που καθρεφτίζεται μονίμως στις δύο χαρακτηριστικότερες εμμονές του δημιουργού: το διάλογο και τη βία. Το νοηματικό βάρος που αυτές κατά συνέπεια αποκτούν διαψεύδει τις κατηγορίες περί βερμπαλισμού και ανούσιου στυλιζαρίσματος αντίστοιχα. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους «μισητούς» χαρακτήρες δεν βασίζεται ποτέ σε καθαρά προσωπικές σχέσεις, αλλά πάντα καθοδηγείται από ερεθίσματα κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα (δικαιοσύνη, φυλετικός ρατσισμός, τα στρατόπεδα του εμφυλίου, ο σεβασμός που προκαλεί ένα γράμμα από τον Αβραάμ Λίνκολν), συνθέτοντας σχεδόν μια κοινωνική μικρογραφία. Και ο τρόπος που Tarantino αποτυπώνει την κοινωνία (χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς) είναι με τα χέρια της βουτηγμένα στο αίμα. Χτισμένη εξ` ορισμού μέσα από βία και μίσος. Μέχρι και το μεγαλύτερο θρησκευτικό της σύμβολο (ο σταυρωμένος Ιησούς) μοιάζει να χρησιμοποιείται σημειολογικά για να εκφράσει τα παραπάνω. Στα πλαίσια αυτά, η απολαυστικά γκροτέσκα και «κάφρικα» τραβηγμένη ταραντινική βία, που ο «Django» διαχώριζε λεπτά όσο και εύστοχα από την ενοχλητική πραγματική βία του ιστορικού-κοινωνικού context, φαντάζει πλέον μια ακραία προέκταση αυτής.  Και όταν το αιματοκύλισμα παίρνει το πάνω χέρι, η προβληματική εξακολουθεί να διακρίνεται πίσω από το κόκκινο, σατιρίζοντας εύστοχα τη βλακώδη, όσο κι εγγενή ανθρώπινη βιαιότητα.

Τελικά, μπορεί το απολαυστικό τελευταίο πόνημα του Quentin Tarantino να ανήκει στις λιγότερο εμπνευσμένες και μεστές κινηματογραφικά στιγμές του, μα αποτελεί επίσης μια ουσιώδη σάτιρα της διαχρονικής βίας σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, που δικαιολογεί και, εν πολλοίς, εξισορροπεί την κατά τ` άλλα αισθητή ανισότητά του.

Βαθμολογία: 3/5