Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

What we do in the shadows / Όσα κάνουμε στις σκιές (2014)

Δεν έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς περνούν το χρόνο τους τα αιωνόβια βαμπίρ εν έτει 2015; Πώς δεν γίνεται το σπίτι τους λίμπα από τους πίδακες αίματος των θυμάτων τους, πώς καταφέρνουν να μπουν στα διάφορα νυχτερινά κέντρα αφού χρειάζονται κάποιον να τους «προσκαλέσει» μέσα ή τι προβλήματα προκαλεί η συγκατοίκηση στο ίδιο σπίτι επί αιώνες; Αν ναι, τότε μόλις βρήκατε το πιο κατάλληλο… ντοκιμαντέρ!

Η ιδέα είναι ευφυέστατη και εκπληκτικά «φρέσκια»: Mockumentary για την καθημερινότητα μιας παρέας βρικολάκων. Αυτό από μόνο του αρκεί για να κάνει το φιλμ ίσως την πιο αξιοπρόσεκτη ταινία βρικολάκων εδώ και πολύ καιρό και οι όσοι γοητεύονται από τους αιμοδιψείς συγγενείς του κόμη Δράκουλα δεν πρέπει να την αφήσουν να περάσει απαρατήρητη. Έστω και μέσα από καθαρά κωμική ματιά, το πνεύμα της βαμπιρικής μυθολογίας βρίσκεται εδώ όσο ζωντανό το συναντάμε σπάνια και αξιοποιείται με βαθύτατο σεβασμό. Πέραν τούτου, το φιλμ διαθέτει την ευρηματικότητα που το βοηθά να αποφύγει τα κλισέ των horror comedies και τα συνήθη τους παραπατήματα σοβαροφάνειας, όπως και τις συμβάσεις των found-footage ταινιών, αξιοποιώντας διαρκώς προς όφελός του το κόνσεπτ του παρόντος κινηματογραφικού συνεργείου. Αποκορύφωμα της αυτοσαρκαστικής ψευτο-αληθοφάνειας η σύντομη, πανέξυπνη σκηνή μετά τους τίτλους τέλους.

Εκείνο όμως που πάνω απ’ όλα σε κάνει να περάσεις τόσο καλά βλέποντας το πρωτότυπο αυτό φιλμ από τη Νέα Ζηλανδία δεν είναι παρά το ακούραστο κέφι του. Είναι αδύνατον να μην παρασυρθείς από το πόσο δείχνουν να διασκεδάζουν οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές (οι δύο εξ’ αυτών συνυπογράφουν επίσης σενάριο και σκηνοθεσία) και το πόσο εμπνευσμένα αποτυπώνουν την απολαυστική εκκεντρικότητα των ρόλων τους. Μπορεί ο Cori Gonzalez-Macuer (που προστίθεται αργότερα στην παρέα) να είναι λίγο πιο συγκρατημένος απ’ ό,τι θα έπρεπε, όμως υπάρχει και το άκρως απολαυστικό αντίβαρο του (σχεδόν… τρομακτικού!) Ben Fransham ως άλλου Νοσφεράτου, τον οποίον δεν χορταίνεις να χαζεύεις. Βεβαίως, το κόνσεπτ του ψευδοντοκιμαντέρ δυσκολεύει σαφώς τον στόχο μιας κινηματογραφικά ολοκληρωμένης δημιουργίας, γι’ αυτό ακόμα και τα μόλις 80 λεπτά της ταινίας είναι ικανά να κουράσουν (με το φινάλε να φαντάζει ιδιαίτερα κακοφτιαγμένο), ωστόσο δεν επηρεάζουν τη γενική αίσθηση αυθεντικού fun

Βαθμολογία: 3/5

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

The imitation game / Το παιχνίδι της μίμησης (2014)

Ήδη από το πρώτο της λεπτό, όπου -υπό την υποβλητική μουσική του Alexandre Desplat- η στιβαρή φωνή του Benedict Cumberbatch ζητά την αμέριστη προσοχή μας και μας προειδοποιεί πως η παραμονή μας στην αίθουσα γίνεται με δική μας ευθύνη, η ταινία μας έχει κερδίσει όσο λίγες. Ο Νορβηγός σκηνοθέτης των «Κυνηγών κεφαλών» δείχνει πως ξέρει πολύ καλά πώς να ανταποκριθεί στις επιταγές του Χόλιγουντ με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο και κάνει την αληθινή ιστορία που αφηγείται να φαντάζει αληθινά συγκλονιστική για κάθε είδους κοινό. Ιστορικό θρίλερ και βιογραφικό δράμα συναντιούνται απολαυστικά, με τις εύστοχες χιουμοριστικές πινελιές να δένουν άψογα με το σύνολο, και στο επίκεντρο όλων ένας εξαιρετικός Benedict Cumberbatch σε απόλυτα Οσκαρική φόρμα. Δεν αποδεικνύει απαραίτητα κάτι καινούριο για το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, αλλά φαίνεται πως έχει έρθει η ώρα να διεκδικήσει το αγαλματίδιο που δικαιούται πλήρως.

Το φιλμ ως βιογραφία κατέχει μια σπάνια, απρόσμενη δύναμη. Αρχικώς μοιάζει απλώς με -εντυπωσιακά ενδιαφέρουσα- κινηματογραφική  απεικόνιση ιστορικών γεγονότων, μα όταν μετατοπίζει τον φακό στον ίδιο τον χαρακτήρα του Alan Turing και την ψυχοσύνθεσή του, τότε είναι που φανερώνει πραγματικά την αξία του. Τίποτα δεν είναι εξαρχής προφανές και οι πληροφορίες αποκαλύπτονται σταδιακά και προσεκτικά (μέσα από τρία χρονικά επίπεδα), έτσι ώστε μόνο στο τέλος να φαντάζει πλήρως σκιαγραφημένος ο άνθρωπος που ενσαρκώνει ο Cumberbatch. Εξαιρετικός σεναριακός χειρισμός του θέματος.

 Η μεθοδική κατανόηση του Turing όμως δεν είναι μια εγκεφαλική διαδικασία όπως ίσως ακούγεται (και όπως μάλλον αφήνει να εννοηθεί η αφίσα της ταινίας). Αντιθέτως, είναι μια απροσδόκητα φορτισμένη συναισθηματικά κινηματογραφική εμπειρία, όπου ακόμα και ορισμένα φαινομενικά κλισέ (μεγαλόστομες ατάκες) έχουν τη δική τους ουσιώδη -και σχεδόν συγκινητική- λειτουργία. Και τελικά, η διαπίστωση πως όλα τα γεγονότα που παρακολουθείς είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα με τα προσωπικά πάθη ενός ανθρώπου και πως όλα ξεκινούν και τελειώνουν στα συναισθήματα και την ψυχολογία του, είναι ικανή να σου φέρει δάκρυα στα μάτια.

Βαθμολογία: 3/5