Ο
κινηματογραφικά μακροβιότερος ήρωας στην ιστορία κλείνει φέτος τα πενήντα του
χρόνια και (πέρα από το ότι διατηρείται σε τέλεια φόρμα) τα γιορτάζει με
απολαυστικό τρόπο. Βρίσκεται για πρώτη φορά σε οσκαρικά σκηνοθετικά χέρια, στα οποία
εμπιστεύεται τη δημιουργία μιας ταινίας-φόρου τιμής σε ολόκληρη τη σειρά και
προορισμένης να μην ξεχαστεί γρήγορα. Πράγματι, ο νέος 007 είναι τουλάχιστον
αξιοπρόσεκτος και η επιρροή του στις ταινίες που θα ακολουθήσουν προβλέπεται
αισθητή. Αποτελεί, όμως, την καλλιτεχνική κορύφωση όλης της 50ετίας, όπως
υπόσχεται το όνομα του σκηνοθέτη του «American beauty»; Η προσωπική μου άποψη είναι πως όχι. Μα γιατί θα
έπρεπε;
Η
εικοστή-τρίτη αυτή περιπέτεια του αθάνατου ερωτύλου πράκτορα ξεκινά με μία
εντυπωσιακότατη και απόλυτα απολαυστική καταδίωξη στους δρόμους (και τις
οροφές) της Κωνσταντινούπολης, κάνοντας γρήγορα εμφανή την πρόθεση να δώσει ένα
σαφώς ανώτερο οπτικό αποτέλεσμα από τη συχνά κακογυρισμένη και ζαλιστική δράση
του μέτριου «Quantum of Solace». Κι όχι απλώς ικανοποιεί, αλλά η εξαιρετικά
προσεγμένη του φωτογραφία και τα εντυπωσιακά του πλάνα αφήνουν το θεατή
έκθαμβο, να κοιτά την οθόνη με πραγματικό δέος. Φυσικά, στο καθηλωτικό
αισθητικό του κομμάτι, καθοριστικό ρόλο κρατούν οι αξέχαστες και άψογα
εκμεταλλευμένες τοποθεσίες γυρισμάτων. Ο Bond
θα ταξιδέψει από την Τουρκία στην «πολύχρωμη» Σαγκάη κι από κει σε έρημα,
απομακρυσμένα τοπία της Σκοτίας, όπου θα συνυπάρχουν επιβλητικά πάγοι ως ντεκόρ
και φλόγες για φόντο.
Η
σκηνοθεσία του Mendes είναι άψογη. Αν και
η επιλογή του θα μπορούσε να καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία, αντιθέτως τα
πηγαίνει τέλεια. Με έκδηλη την προαναφερθείσα έμφαση στην αισθητική αρτιότητα, καταφέρνει
να προσηλώσει το θεατή στο κάθισμά του και αφήνοντας πάντα χώρο για το
απαραίτητο χιούμορ, προσφέρει τόσο καθαρόαιμη και έντονη περιπετειώδη
διασκέδαση όσο καιρό είχαμε δει να επιτυγχάνεται. Το σημαντικότερο όμως
κατόρθωμα του Mendes είναι ένα και αυτό αποτελεί και τη μεγάλη
επιτυχία του «Skyfall». Αποφασισμένος να συνεχίσει την ακάθεκτη
εξέλιξη της σειράς που ξεκίνησε με το «Casino
Royale», αλλά θέλοντας και να γιορτάσει τα πεντηκοστά
γενέθλια του αγαπημένου κατασκόπου, πηγαίνει τον «τζεϊμςμποντικό» μύθο ένα βήμα
μπροστά, αλλά και ταυτόχρονα ένα βήμα πίσω, στις παλιές καλές εποχές που, όπως
και να το κάνουμε, μας είχαν λείψει. Και είναι εκπληκτικά ισορροπημένη η
–αυτοαναφορική- σύνδεση αυτή της νέας με τις παλιότερες φάσεις του James Bond. Όταν θα ακούσετε
για πρώτη φορά –ανέγγιχτο- το διάσημο μουσικό θέμα ή όταν το φιλμ θα φτάσει στο
υπέροχο κλείσιμό του, το πιθανότερο είναι πως θα θέλετε να χοροπηδήσετε από τον
ενθουσιασμό σας.
Αξιέπαινες
είναι, επίσης, οι επιλογές του καστ, με τον Javier
Bardem να ενσαρκώνει έναν μανιακό κακό που
αναμφίβολα δεν περνά απαρατήρητος, παρότι σε σημεία τείνει προς την καρικατούρα,
ενώ η Judi Dench βρίσκεται στην
καλύτερη στιγμή της ως «M».
Γιατί,
λοιπόν, να μην είναι η εικοστή-τρίτη αυτή ταινία της σειράς όντως η καλύτερη
στην ιστορία; Ο λόγος είναι ότι, μπορεί πράγματι να ήρθε για να μείνει, όχι
όμως και για να αποτελέσει την κορυφαία στιγμή του μέχρι σήμερα franchise. Ποτέ δεν δίνει την αίσθηση ότι επιχειρεί
να πετύχει κάτι τέτοιο. Δεν φταίει ότι δεν λείπουν οι αναμενόμενες
εξυπνακίστικες ατάκες και οι μάλλον αναπόφευκτες ευκολίες, αλλά πως το φιλμ όχι
απλώς δεν προσπαθεί να τις αποφύγει, αντιθέτως, στην τελευταία πράξη του, τις
αγκαλιάζει. Εκεί είναι μάλιστα που αρχίζουν να ενοχλούν και τελικά να κάνουν τη
μεγάλη του διάρκεια εμφανή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εξ’ ορισμού κλισέ
χαρακτήρας του Albert Finney.
Το
«Skyfall» μπορεί να μην αποτελεί την καλύτερη «Bond» ταινία που έχετε δει, συγκαταλέγεται όμως
-τουλάχιστον σε οπτικό, αλλά και σκηνοθετικό επίπεδο- πράγματι σε μία από τις
κορυφαίες. Από το πρώτο της λεπτό είναι καθηλωτικά εκθαμβωτική και προτείνεται
αναμφίβολα σαν μία διασκεδαστική και απολύτως καλογυρισμένη αμερικανική
περιπέτεια, που δεν αποφεύγει βεβαίως τις συμβάσεις του είδους. Το πιο
αξιοθαύμαστο όμως επίτευγμά της, ως μέρος του «τζεϊμςμποντικού» franchise, είναι ο άκρως απολαυστικός τρόπος που
συνδέει τον παλιότερο με τον σημερινό Bond, πατώντας με το
ένα πόδι στην πιο μοντέρνα εκδοχή του και με το άλλο στην κλασικότερη και πλέον
σχεδόν λησμονημένη.
Βαθμολογία: 3/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου