Η
ανάμιξη ρομάντζου με φανταστικά στοιχεία θα φάνταζε πριν από κάποια χρόνια
μάλλον ριψοκίνδυνη. Βρίσκοντας όμως αρχικά επιτυχία στη λογοτεχνία και
τολμώντας στη συνέχεια να διασχίσει τη γέφυρα προς την τηλεόραση και τον κινηματογράφο,
πλέον αποτελεί σίγουρη συνταγή εισπρακτικής επιτυχίας. Τόσο σίγουρη μάλιστα,
που τα στούντιο φανερώνουν παντελή αδιαφορία για την καλλιτεχνική, πέρα από την
καθαρά τεχνική, πλευρά ταινιών όπως το «Upside
down». Οι μόνοι συντελεστές που είναι σημαντικοί για την
πορεία του φιλμ στα ταμεία (και άρα απασχολούν την παραγωγή) δεν είναι παρά το
πρωταγωνιστικό ζευγάρι και η ταινία διαθέτει δύο γερά ονόματα σε αυτούς τους
ρόλους. Από εκεί και πέρα, η σκηνοθεσία φαίνεται πως δε χρειάζεται να είναι
κάτι παραπάνω από διεκπεραιωτική, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δε θα διστάσει
να τραβήξει τις –κατά τ’ άλλα πολύ εντυπωσιακές- εικόνες από τα μαλλιά σε
σημείο υπερβολής ή πως σε στιγμές θα καταλήξει άθελά της να αγγίζει επίπεδα
κωμωδίας –κάτι στο οποίο δυστυχώς συμβάλλει και η ερμηνεία του Sturges. Παρομοίως και για το σενάριο, ας μην έχει
τίποτα να προσφέρει από ένα σημείο και μετά, ας είναι απλοϊκότατο, ας μην έχει
ολοκληρωθεί σε σύλληψη, αρκεί να υπάρχει μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα. Όμως…
και τι κεντρική ιδέα!
Η
ιστορία δύο συνυπαρχόντων, ανάποδων (ο ένας πάνω από τον άλλον) κόσμων, με ξεχωριστή
βαρύτητα, όπου οι σχέσεις των κατοίκων του «Πάνω» μέρους με εκείνους του «Κάτω»
είναι απαγορευμένες, είναι αδύνατο να μη σε κερδίσει, αν όχι συνεπάρει. Μέσα σε
μια κατάσταση διαρκούς εκμετάλλευσης των εξαθλιωμένων «Κάτω» από τους ευκατάστατους
«Πάνω», που χαρίζει στην ιστορία μια αλληγορική υπόσταση με κοινωνική χροιά, θα
εξελιχθεί μια ιστορία παράνομου έρωτα (μεταξύ του Sturges
από
τον «Κάτω» κόσμο και την Dunst από τον «Πάνω»), η
οποία ομολογουμένως είναι και γεμάτη από ανέμπνευστα κλισέ και συναισθηματικά
επιφανειακή. Όμως η σχεδόν καθηλωτικά ενδιαφέρουσα βασική ιστορία σε συνδυασμό
με τις εκθαμβωτικές φαντασμαγορικές εικόνες που την κατακλύζουν είναι αρκετές
για να κρατήσουν ειλικρινά όλη την ταινία στις πλάτες τους.
Πάνω
απ’ όλα όμως, από το πρώτο λεπτό, στους τίτλους αρχής, μέσω ενός voice over από τον
πρωταγωνιστή να αναρωτιέται αν «η αγάπη μπορεί να νικήσει τους νόμους της
βαρύτητας», γίνεται απολύτως κατανοητή η αντιμετώπιση την οποία ζητά η ταινία
από τον θεατή της. Ποτέ δεν τον υποχρεώνει να την πάρει στα σοβαρά, παρά να την
παρακολουθήσει αντιλαμβανόμενος την καθαρά παραμυθένια διάστασή της, υπό το
πρίσμα της οποίας δικαιολογείται και η πλειοψηφία των σεναριακών της ατελειών
και των εικαστικών της υπερβολών. Ακόμα βέβαια κι αν αυτό το παραμύθι, όπως
φαίνεται, πρόκειται να λησμονηθεί πολύ συντομότερα απ’ όσο θα ήλπιζε, δεν
αποτυγχάνει στην αλληγορική του διάθεση και στην ευχάριστη παρακολούθησή του.
Βαθμολογία: 2.5/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου