Παρότι γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον David Ayer («Fury»), η «Ομάδα Αυτοκτονίας» δεν μπορεί
σε καμία περίπτωση να αντιμετωπιστεί ως ταινία κάποιου δημιουργού. Όχι ότι τα
περισσότερα σουπερηρωικά μπλοκμπάστερ (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) μπορούν, αφού
οι αυστηρές στουντιακές απαιτήσεις καλύπτουν σαν ομπρέλα και τα μεγαλύτερα
σκηνοθετικά ονόματα, μα το παρόν είναι τόσο αισθητά λαβωμένο από τις επιβολές
της Warner Bros
που σχεδόν δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις καν ως ολοκληρωμένη ταινία. Πέρα
από το ελάχιστο χρονικό διάστημα που δόθηκε στον Ayer για να
γράψει το σενάριο, ο προσανατολισμός της παραγωγής άλλαζε εν μέσω των γυρισμάτων
ή και του post-production ανάλογα
με τις κριτικές για το «Batman V Superman»,
την αντίδραση του κοινού στα εκάστοτε trailer και στις δοκιμαστικές προβολές,
έχοντας ως αποτέλεσμα το ξαναγύρισμα σκηνών, την προσθαφαίρεση άλλων και την
παρέμβαση πολλών διαφορετικών μοντέρ. Ο στόχος όλων αυτών ήταν, εντέλει, ένα
ελαφρύτερο ύφος, εμφανώς επηρεασμένο από τους μαρβελικούς «Guardians of the Galaxy».
Εν γένει, το φιλμ είναι πράγματι σαφώς πιο ανάλαφρο και
διασκεδαστικό από τους δύο προκατόχους του στο DC franchise. Αυτό βέβαια δεν το
καθιστά αυτομάτως μια διασκεδαστική ταινία, αφού το να φτιάξεις ένα «πιο
διασκεδαστικό» φιλμ από τα «Man of Steel»
και «Batman V Superman»
δεν είναι και κανένας άθλος. Παρότι, λοιπόν, η «Ομάδα Αυτοκτονίας» διαθέτει
πράγματι αρκετό χιούμορ και την ιδανική στο ρόλο Margot Robbie ως
κύρια εκφραστή του, αυτό συχνά μοιάζει ανέμπνευστα στριμωγμένο στο σενάριο (ή στα
αγχωμένα rewrites του)
και βεβιασμένο σε σημείο ασυνέπειας προς τους ίδιους τους χαρακτήρες. Επιπλέον,
το όποιο στυλιζάρισμα του φιλμ συνοψίζεται στη χρήση «κουλ» τραγουδιών στο soundtrack (αλά «Guardians of the Galaxy») κι ενός πολύχρωμου
και «ζωηρού» μοντάζ που όταν χρησιμοποιείται δίνει περισσότερο την αίσθηση ενός
τρέιλερ παρά ουσιαστικού ξεδιπλώματος κάποιας ιστορίας.
Οι χαρακτήρες που απαρτίζουν τη λεγόμενη «Ομάδα Αυτοκτονίας»,
ισοβίτες υπερεγκληματίες σε μυστικές αποστολές με αντάλλαγμα μείωση της ποινής τους,
παρουσιάζουν ενδιαφέρον ακριβώς επειδή είναι κακοί και συνεπώς θα μπορούσαν να
δικαιολογούν τόσο τη σκοτεινιά των άλλων DC ταινιών όσο και την «πανκ» προσέγγιση
που θα ήθελε το «Suicide Squad»
να έχει. Αντί όμως να παρακολουθούμε απρόβλεπτους και μοχθηρούς κακούς να
επιζητούν το συμφέρον τους φέρνοντας ίντριγκα στην πλοκή, δεν βλέπουμε παρά ένα
κακέκτυπο των -μαντέψτε- «Guardians of the Galaxy»:
παρεξηγημένοι αντιήρωες συνεργάζονται για το κοινό καλό και αναπτύσσουν δεσμούς
φιλίας και αίσθημα ηρωισμού κι αυτοθυσίας. Όλα αυτά παντελώς αστήριχτα
δραματουργικά και συνεπώς ούτε κατά διάνοια πειστικά. Παρά ένα στοιχειώδες
βάθος που δίνεται στους χαρακτήρες με ένα-δυο φλας-μπακ για τον καθένα τους (πλην
του απόλυτα παραμελημένου Killer Crock),
κανείς τους δεν διασώζεται τελικά από το ταλαιπωρημένο αλλά πάντα ημιδουλεμένο σενάριο.
Αποκορύφωμα η σκηνή όπου ένας χαρακτήρας αποχωρεί από την ομάδα και στην αμέσως
επόμενη είναι ξανά μέλος της χωρίς καμία εξήγηση ή λογική!

Με αυτό το κακέκτυπο των μαρβελικών «Guardians of the Galaxy», η DC χάνει το στοίχημα (και) της ανάλαφρης
σουπερηρωικής ταινίας, μην καταφέρνοντας να μεταφράσει τις στουντιακές της απαιτήσεις
σε ένα συμπαγές και ολοκληρωμένο φιλμ, σημειώνοντας τρεις στις τρεις ήττες
μέχρι στιγμής και χαραμίζοντας μερικούς ακόμα εικονικούς χαρακτήρες για χάρη της
σίγουρης εισπρακτικής επιτυχίας. Για πόσο ακόμα αυτή θα είναι τόσο σίγουρη;
Ελπίζω όχι για πολύ.
Βαθμολογία: 1.5/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου