Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

The neon demon (2016)

Είναι δύσκολο να διακρίνεις αν η έντονη ειρωνεία που διαπερνά την τελευταία ταινία του στιλάτου και διχαστικού Nicolas Winding Refn («Drive») είναι ηθελημένη ή όχι. Ο Δανός καταπιάνεται με τον κόσμο της μόδας και του modeling, καταδεικνύοντας και, ίσως, σατιρίζοντας τον αυτοκαταστροφικό ναρκισσισμό και την εμμονή με την ομορφιά και την εξωτερική εμφάνιση. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ένα φιλμ με μεγαλειώδη έμφαση στην ομορφιά και στην «εξωτερική» του εμφάνιση, αγγίζοντας την επιτομή του κινηματογραφικού ναρκισσισμού (που, ναι, είναι αυτοκαταστροφικός). Συνειδητή ειρωνική αυτοαναφορικότητα ή αστοχία σε σημείο αυτοπαρωδίας, δεν κάνει καν κάποια διαφορά, αφού ακόμα και στην πρώτη περίπτωση, το πρόβλημα παραμένει: ελάχιστα πράγματα έχει να επιδείξει ο «Νέον Δαίμονας» πίσω από την εκθαμβωτική φωτογένειά του.

Αργός, ντελιριακός, φέρνοντας στο μυαλό το «Mullholand Drive» και τον Gaspar Noe και κλείνοντας το μάτι στον Stanley Kubrick και τον μυθολογικό Νάρκισσο, ο Refn χτίζει μια ελάχιστα πρωτότυπη ως κείμενο, αλλά κινηματογραφικά υπερφιλόδοξη καλλιτεχνική ταινία τρόμου, με εργαλεία εικόνες και σύμβολα -και το συνθεσάιζερ του Cliff Martinez. Στη σημειολογία της εντάσσει χρώματα, σχήματα, ζώα και μάτια, λέγοντας την ιστορία της σχεδόν περισσότερο μέσω αυτών παρά του ίδιου του σεναρίου. Μπορεί για τη νεαρή Jesse (Elle Fanning) οι αποχρώσεις του κόκκινου να εκφράζουν τον κίνδυνο, τα υπνωτιστικά τρίγωνα να αντιπροσωπεύουν τις αδηφάγους αντιπάλους της καθώς την περικυκλώνουν ή έναν ραγισμένο καθρέφτη που απεικονίζει διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της. Μπορεί το φτηνό δωμάτιό της να είναι μια ζούγκλα που φιλοξενεί σαρκοβόρα ζώα, εκείνα που αφήνουμε οι ίδιοι να εισβάλλουν στο χώρο μας ξεχνώντας τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή ή εκείνα που οπτικοποιούμε με τη φαντασία μας κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους. Μπορεί τα πεινασμένα λιοντάρια να είναι οι εχθροί μας ή μπορεί και να βρίσκονται μέσα μας. Όλοι αυτοί οι συμβολισμοί μπορούν να γίνουν άκρως ενδιαφέροντες, εάν οδηγούν, τελικά, κάπου. Άλλοτε απλοϊκοί και προφανείς κι άλλοτε υπερβολικά διφορούμενοι, εδώ στέκονται απλώς σαν πομπώδη τεκμήρια μιας «σοφιστικέ» αφήγησης. Ενός διανοουμενίστικου περιβλήματος μιας προφανούς ιστορίας, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ειπωθεί με τον πιο συμβατικό τρόπο και να λέει τα ίδια ακριβώς πράγματα. Λειτουργούν δηλαδή απλώς σαν μια εναλλακτική μορφή storytelling κι όχι σαν εκφραστές κάποιας βαθύτερης ουσίας. Άνευ λόγου υπερ-«κουλτούρα» και καλλιτεχνική σοβαροφάνεια.

Κατά τ` άλλα, αυτή η λογική της αφαιρετικής, συμβολικής αφήγησης θα μπορούσε να ειδωθεί ως μια ενδιαφέρουσα άσκηση φόρμας, αν το φιλμ δεν αποτελούσε παράδειγμα αληθινά κακού σεναρίου. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τον χαρακτήρα της -ομολογουμένως εξαιρετικής- 16χρονης (!) Elle Fanning, η σεναριακή ανάπτυξη του οποίου είναι απίστευτα άτσαλη και τελικά αδιέξοδη: μια αυθαίρετη τροπή του χαρακτήρα γύρω στα μισά (το μπλε γίνεται κόκκινο, βλέπετε) αφενός τον αφήνει ανεξερεύνητο και ημιδουλεμένο κι αφετέρου δεν επηρεάζει καν την έκβαση του στόρι.

Καθώς η απαστράπτουσα οπτικοακουστική γοητεία του «Νέον Δαίμονα» ξεφουσκώνει κάτω από τις αφηγηματικές αδυναμίες του και τον ασυγκράτητο αυτοθαυμασμό του ως έργο Τέχνης, αντιλαμβανόμαστε πως η πραγματική ενσάρκωση του Νάρκισσου, που ερωτεύτηκε το είδωλό του στο νερό και πνίγηκε, δεν είναι η νεαρή πρωταγωνίστρια Jesse. Είναι το ίδιο το φιλμ.

Βαθμολογία: 1.5/5

2 σχόλια:

  1. Έχει ξεφύγει ο Refn. Μετά το ανυπόφορο "Only God Forgives" δεν θα μπω καν στο τρυπάκι για να την δω, γιατί ξέρω ότι πρόκειται να δω μια από τα ίδια (και μάλλον ακόμη χειρότερα). Και να φανταστείς ότι είμαι λάτρης της φόρμας αλλά αυτή η ολοένα αυξανόμενη επιτήδευση του Refn παραπάει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχει μία ενδιαφέρουσα άποψη οπτικού storytelling, αλλά μου δίνει την αίσθηση ότι βλέπει τον εαυτό του υπερβολικά πολύ ως "Καλλιτέχνη". Γενικά ναι, από τα πιο pretentious πράγματα που δει τελευταία. Ή έβερ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή