Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Ginger & Rosa (2012)


Περίοδος του Ψυχρού Πολέμου και το κλίμα φόβου για πυρηνική καταστροφή, η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή ο κόσμος μπορεί να τελειώσει κυριαρχούν. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, η Sally Potter βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί μια από αυτές τις παραβολές επώδυνης ενηλικίωσης, στις οποίες τόσο αρέσκεται το σινεμά να επιστρέφει επανεφευρίσκοντάς τες με νέες ιδέες και διαφορετικές σημειολογίες (βλέπε και το φετινό «Raw»). Το «Ginger & Rosa» μπορεί να μη διαθέτει κάτι το πρόδηλα μεταφορικό, αντιθέτως να αποτελεί ένα ως επί το πλείστον πεζό δράμα εποχής,  μια straightforward μελέτη χαρακτήρα πάνω στην εφηβική αντιδραστικότητα στο κατώφλι της ενήλικης ζωής. Παρόλα αυτά, η ελλειπτική, κατακερματισμένη αφήγηση που προσπερνάει σημαντικά κομμάτια της ζωής της πρωταγωνίστριας Τζίντζερ, προσφέροντάς μας μια αποστασιοποιημένη και ταυτόχρονα μη αντικειμενική οπτική, η (συνεπώς) απροσδιόριστη ροή του χρόνου και η πανταχού παρούσα, αν όχι σχεδόν μεταφυσική απειλή της βόμβας και του τέλους του κόσμου δίνουν στην πεζή ιστορία της Potter μια υπερβατικότητα, ένα διακριτικό λυρισμό που την αναγάγει καθαρά σε ταινία δημιουργού.

Αν και δυσκολευόμαστε να ακολουθήσουμε κάποια αυστηρή αφηγηματική συνοχή από σκηνή σε σκηνή, άρα θεωρητικά και να ταυτιστούμε με την Τζίντζερ, η ταινία ανήκει πράγματι στην υποκειμενική οπτική της ηρωίδας, μια οπτική μπερδεμένη, αποπροσανατολισμένη, μη συνεκτική. Ό,τι δεν την ενδιαφέρει δεν το βλέπουμε καν (το σχολείο) κι ο κινηματογραφικός χρόνος κυλάει ακατανόητα, άρρυθμα, φευγαλέα, όπως τα χρόνια κατά την πικρή διαπίστωση του ότι μεγαλώνουμε. Οι συνεχείς αναφορές στην πυρηνική απειλή ηχούν πάντα ειρωνικές, σαν ένας ψυχολογικός αντιπερισπασμός απέναντι σε κάποιον άλλο, ενδότερο κι ανομολόγητο φόβο -ίσως για το τέλος ενός άλλου κόσμου, εκείνου της αθωότητας και της ανήλικης ξεγνοιασιάς, εντός του οποίου μάς συστήνονται οι δύο ηρωίδες στην αρχή του φιλμ. Σιγά σιγά, η ανεξαρτησία, από επαναστατική εφηβική επιδίωξη αρχίζει να μετατρέπεται σε αβάσταχτο εξαναγκασμό της ζωής, καθώς οι έννοιες της οικογένειας και της φιλίας αποδομούνται και η μέχρι πρότινος σιγουριά (η εφηβική αυτονομία υπήρχε εκ του ασφαλούς) αρχίζει να ξεθωριάζει.

Όλα αυτά μέσα από τα απογοητευμένα μάτια μιας προδομένης γενιάς, που βλέπει τα λάθη της προηγούμενης να γίνονται ολοένα κι εμφανέστερα και τις πάλαι ποτέ ακέραιες ηθικές της αρχές να απομυθοποιούνται. Ίσως γι’ αυτό και πολλές ερμηνείες (εμπειρότατων ηθοποιών) φλερτάρουν συχνά με μια διακριτικά καρικατουρίστικη υπερβολή, αντανακλώντας το χάσμα επικοινωνίας της Τζίντζερ με τον κοινωνικό της περίγυρο. Ακόμα και το μοναδικό σημείο ταύτισης με την εν λόγω γενιά αποδεικνύεται ικανό για τη μεγαλύτερη προδοσία, όπως εκφράζει ο εξαιρετικά καλογραμμένος, πολυδιάστατος χαρακτήρας του πατέρα. Όσο για τη συγκλονιστικά ταλαντούχα, 13χρονη (σε ρόλο 17χρονης!) Elle Fanning, κρατάει στους ώμους της την ταινία και το ψυχολογικό αδιέξοδο ενός χαρακτήρα που φοβάται να μεγαλώσει, ερμηνεύοντας με πικρή αθωότητα. Το υπέροχο τελικό πλάνο, πιο κινηματογραφικό απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά, κλείνει το φιλμ γλυκόπικρα και -μάλλον- αισιόδοξα, με μια Τζίντζερ λιγάκι πιο έτοιμη να αφήσει πίσω της τον ανήλικο εαυτό της, όπως τις ομοιοκαταληξίες στα ποιήματά της.

Η Sally Potter παρουσιάζει μια ισχυρής σκηνοθετικής άποψης ματιά πάνω στο πέρασμα του χρόνου και τον υπαρξιακό μπαμπούλα της ενηλικίωσης, εκφράζοντας -με το σιγοντάρισμα εξαιρετικών ερμηνειών, ενός μελαγχολικού σάουντρακ και της φαινομενικά ακατέργαστης, μα στην πραγματικότητα εκπληκτικά προσεγμένης φωτογραφίας του Robbie Ryan (συνεργάτη της Andrea Arnold)- βαθιά ευαισθησία εκεί που ένα αμύητο ευρύ κοινό θα διέκρινε ψυχρότητα. Πάντως, είτε το αγαπήσεις είτε όχι, αξίζει δίχως καμία αμφιβολία την προσοχή σου.

Βαθμολογία: 3.5/5

2 σχόλια:

  1. αγαπητέ Ψηλέα Ψογκ... τι κάνεις;... καιρό έχω να περάσω από εδώ, χαίρομαι που είσαι καλά...
    καλόν Χειμωνα με άψογες ταινίες... και με υγεία, βεβαίως...

    τα λέμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γεια σου Παρασκευή! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Επίσης σε όλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή