Ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει, μετά το αριστουργηματικό «Σπιρτόκουτο», με μία ταινία που σε γενικές γραμμές κινείται στα ίδια μονοπάτια, αλλά μοιάζει να διχάζει το κοινό της ακόμα περισσότερο από εκείνο.
Οι διαφορές της «Ψυχής στο στόμα» με το «Σπιρτόκουτο» εντοπίζονται στα εξής:
Ενώ στην πρώτη του ταινία, ο σκηνοθέτης είχε στο στόχαστρο την μεσοαστική (και σχετικά ‘βολεμένη’) κοινωνία, εδώ ρίχνει το βλέμμα πιο ‘κάτω’, στο λούμπεν προλεταριάτο. Σε μία ομάδα από άξεστους, ημιμαθείς, «βρόμικους» ανθρώπους, που χρησιμοποιούν λεκτική, ψυχολογική, αλλά και σωματική βία, διότι δεν ξέρουν πώς αλλιώς να εκφράσουν το κενό που βρίσκεται μέσα τους, για να ξεσπάσουν, χωρίς βασικά να ξέρουν καν το γιατί.
Η μία κύρια διαφορά είναι αυτή. Η άλλη διακρίνεται στη στάση του πρωταγωνιστή –του για άλλη μία φορά εξαιρετικού Ερρίκου Λίτση. Ενώ στο «Σπιρτόκουτο» έπαιζε κι ο ίδιος πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράνοια του υστερικού ξεσπάσματος από όλους προς όλους, εδώ, αντίθετα, διατηρεί μία στάση εντελώς παθητική. Είναι ο δύσμοιρος ανθρωπάκος που εύκολα γίνεται στόχος αυτού του ξεσπάσματος, απλά επειδή δεν έχει τη δύναμη να ανταπαντήσει. Συνεπώς, κλεισμένος πάντα στον εαυτό του, είναι υποχρεωμένος να υπομένει όλα όσα του επιφυλάσσει η άτυχη μοίρα του, που του έχει στερήσει την αγάπη.
«Χρωστάει λεφτά. Του χρωστάνε αγάπη» σχολιάζει ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης και πράγματι ακριβώς αυτό είναι που συμβαίνει. Ο Τάκης του Ερρίκου Λίτση δεν έχει καμία διαφυγή, κανένα σημείο από το οποίο μπορεί να στηριχτεί, βρίσκεται σε ένα φρικαλέο αδιέξοδο. Δέχεται αδιαμαρτύρητα να τον εξευτελίζουν, να τον βρίζουν, να τον χτυπάνε και να τον φτύνουν. Και το ίδιο κάνει και ο Οικονομίδης στον θεατή.
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να… σου κάνει τα νεύρα σμπαράλια! Οι τσακωμοί και οι υστερικοί διάλογοι του «Σπιρτόκουτου» μετουσιώνονται σε ατελείωτους, γεμάτους ανεξέλεγκτες και αδιανόητες βωμολοχίες, κάκιστης (ηθελημένα) ποιότητας μονολόγους, με μοναδική «μουσική επένδυση» βογκητά ή κλάματα. Ο Οικονομίδης είναι πιο “ύπουλος” αυτή τη φορά. Περικυκλώνει το θεατή με πιο αργούς ρυθμούς και χαμηλότερους, φαινομενικά, τόνους, που στενεύουν ολοένα και περισσότερο τα περιθώρια οποιασδήποτε συναισθηματικής διαφυγής. Ασφυξία…
Παρά τους χαμηλότερους τόνους λοιπόν, η εσωτερική δύναμη της ταινίας αποδεικνύεται ψυχοφθόρα και το κινηματογραφικό αυτό μαρτύριο που διαρκεί 110 λεπτά φαντάζει ανυπόφορο…
Ποιος ο λόγος όμως που η «Ψυχή στο στόμα» δεν καταφέρνει, κατά τη γνώμη μου, να σταθεί ως αντάξιος απόγονος του «Σπιρτόκουτου»; Αρχικά, πολύ απλά το γεγονός ότι η ιδέα είναι ξαναϊδωμένη. Αυτό στερεί σε μεγάλο βαθμό την έκπληξη της πρωτοτυπίας.
Κυρίως όμως, θεωρώ ότι εδώ το κακό παράγινε. Η μεγάλη επιτυχία του «Σπιρτόκουτου» βρισκόταν στο πόσο εύστοχη ήταν η επαφή του φιλμ με την πραγματικότητα. Η «Ψυχή στο στόμα» μπορεί να μην γίνεται ποτέ άστοχη, εντούτοις δεν κατορθώνει να σε πείσει εξίσου πολύ. Υπάρχει η αίσθηση της υπερβολής, η αίσθηση πως η προσπάθεια των συντελεστών να ενοχλήσουν κατέληξε μεγαλύτερη απ’ όσο θα έπρεπε και ο έλεγχος κάπως τους ξέφυγε… Η εσκεμμένη λεκτική κακογουστιά και η υπερβολική ψυχολογική πίεση οδηγούν σε ένα (κατά κάποιον περίεργο τρόπο) αξιόλογο, όσο και εξαιρετικά κουραστικό αποτέλεσμα, το οποίο, πάντως, θα σβηστεί πολύ δύσκολα από τη μνήμη σας…
Η ταινία προτείνεται αυστηρά για θεατές με γερά νεύρα…
Βαθμολογία: 3/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου