Δίχως
την παραμικρή ανάμειξη του Richard Donner, ο Σούπερμαν πλέον αφήνεται εξ’ ολοκλήρου στο έλεος
των παραγωγών Alexander και Ilya
Salkind, του σκηνοθέτη Richard
Lester και των σεναριογράφων David και Leslie
Newman, οι οποίοι θα ήταν οι υπεύθυνοι και για το σενάριο των
δύο πρώτων ταινιών αν ο Donner δεν είχε προσλάβει
τον Tom Mankiewicz για να το
ξαναγράψει –παρόλο που οι παραγωγοί αρνήθηκαν να τον συμπεριλάβουν στα credits παρά μόνο ως creative consultant.
Αν
αυτό ήταν εξαρχής το όραμα των Salkind για τις ταινίες του
Σούπερμαν, τότε είμαστε βαθιά ευγνώμονες προς τους Donner
και Mankiewicz, οι οποίοι μας σύστησαν έναν απόλυτα
αξιόλογο σούπερ-ήρωα, στην καλύτερη μέχρι και σήμερα μορφή του. Γιατί χωρίς
αυτούς, η τρίτη ταινία της σειράς παραδίνεται άνευ όρων στην κωμωδία (γίνεται
φανερό μόνο και μόνο από τους απίστευτα γελοίους τίτλους αρχής), μη δείχνοντας
σχεδόν καθόλου ενδιαφέρον ούτε για τις επικές σκηνές δράσης των δύο πρώτων,
αλλά ούτε και για τον ίδιο τον Σούπερμαν, αφαιρώντας του κινηματογραφικό χρόνο
για τον επενδύσει στον κωμικό Richard Prior. Και αν, τουλάχιστον, το φιλμ θα όφειλε να βγάζει
γέλιο, περιέργως αποδεικνύεται ασύγκριτα λιγότερο αστείο από τους προκατόχους
του, αλλά και πολύ πιο βαρετό…
Λίγες
έξυπνες ιδέες εντοπίζονται μόνο σε ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως το κρεμασμένο
στην πλάτη του Clark κόκκινο πουλόβερ
με το αρχικό «S» (για το «Smallville») που παραπέμπει
ξεκάθαρα στην μπέρτα της σουπερηρωικής του περσόνας. Το subplot του διχασμού της προσωπικότητας του ήρωα
(και δη η μάχη του καλού Cark με τον κακό
Σούπερμαν) έχει ενδιαφέρον, σεναριακά όμως προσεγγίζεται τρομακτικά απλοϊκά,
ενώ, αν και ο Christopher Reeve
παραμένει
εξαιρετικός στο ρόλο του, αποτελώντας το πιο θετικό στοιχείο της ταινίας, οι εντελώς
αδιάφοροι κακοί της ιστορίας συνιστούν απλά κακέκτυπα του Gene Hackman και των ακολούθων
του.
Βαθμολογία: 1/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου