Το
πρώτο Hunger Games ήταν μια τεράστια έκπληξη, ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και πρωτόγνωρο
για τα χολιγουντιανά δεδομένα μπλοκμπάστερ που είχε για στόχο εξίσου θέαμα και
πολιτικά σχόλια. Ακόμα και η σκηνοθεσία του Gary Ross προσπαθούσε να αποτινάξει
από πάνω της το άρωμα θεαματικού Χόλιγουντ, με την αεικίνητη κάμερα να δίνει
μια επιπλέον αίσθηση πρωτοτυπίας. Όλο αυτό βέβαια κάπου εξατμίστηκε προς το
τέλος, όπου το φιλμ έμοιαζε υποταγμένο στο εύκολο (και σεναριακά προβληματικό)
θέαμα, το (υποχρεωτικό) ρομάντζο και τη συνοπτικών διαδικασιών προετοιμασία του
σίκουελ.
Και
εκεί που περιμένεις λοιπόν τη συνέχεια να είναι πιο κοντά στο συμβιβασμένο
φινάλε της πρώτης ταινίας, παρά στην αιφνιδιαστική φρεσκάδα της (δεδομένης και
της αλλαγής σκηνοθέτη), το "Catching Fire" έρχεται να σε πιάσει ξανά
αδιάβαστο. Ναι, έχουμε ξαναεπισκευτεί το δυστοπικό (και ηθελημένα υπερ-κιτς) κόσμο
του franchise, έχουμε ξαναπατήσει στην αρένα των εφιαλτικών
"παιχνιδιών", έχουμε ήδη εντυπωσιαστεί από την ευρηματική σύλληψη της
κινηματογραφικής αλληγορίας. Κι όμως, το δεύτερο κεφάλαιο της σειράς δεν
επαναπαύεται στην ασφάλεια της δοκιμασμένης συνταγής, αλλά προσπαθεί να
ενισχύσει τον προβληματισμό, αλλά και να βελτιώσει καθολικά την πρώτη ταινία. Η
νέα είσοδος στην αρένα των "Hunger Games", μάλιστα, δημιουργεί το
ίδιο ρίγος και την ίδια καθηλωτική αγωνία με την πρώτη φορά -πολλά εύσημα στον
κύριο Francis Lawrence.
Η
βασική βελτίωση εντοπίζεται στο σενάριο, που είναι πιο σφιχτοδεμένο και
πολιτικά συνειδητοποιημένο. Δεν τίθενται ως προτεραιότητα ούτε η δράση ούτε τα
ρομάντζα (ειδικά για το τελευταίο προσωπικά είμαι βαθύτατα ευγνώμων), αλλά η
όξυνση της αλληγορίας και της κριτικής, που φαντάζουν πιο προσανατολισμένες,
ακόμα κι αν -δικαιολογημένα, στα πλαίσια του είδους- δεν έχει ξεπεραστεί η
απλοϊκότητά τους. Βεβαίως, το τέλος φανερώνει μια ασυγχώρητη σεναριακή
"γκάφα" σε σχέση με το χαρακτήρα του μακαρίτη Philip Seymour Hoffman,
ενώ υπάρχουν λεπτομέρειες που θα παραμείνουν αδιευκρίνιστες στο μυαλό σας
-ειδικά αν δεν είναι φρέσκο στη μνήμη σας το πρώτο μέρος. Πλέον πάντως είναι
φανερό πως στο target group του franchise είναι καθοριστική (και εντελώς
συνειδητή) η ύπαρξη του ωριμότερου ηλικιακά κοινού, παρόλο που αυτή τη φορά δεν
υπάρχει η ίδια τάση προς την πιο ενήλικη απεικόνιση της βίας.
Ίσως
είναι αχάριστο να κατηγορηθούν τα "Hunger Games" για έλλειψη τόλμης
(αφού, για τα ξεκάθαρα χολιγουντιανά δεδομένα, σχεδόν ξεχειλίζουν από αυτή),
όμως είναι αλήθεια πως, αν είχαν περισσότερη, θα μιλάγαμε πιθανότατα για το
απόλυτο μπλοκμπαστερικό franchise των ημερών μας, ό,τι καλύτερο έχουμε δει στο
είδος εδώ και πολλά χρόνια. Για την ώρα, μία πραγματικά καλή (έστω και λογικής
επεισοδίου), απολαυστικότατη και κάθε άλλο παρά κενή περιπέτεια επιστημονικής
φαντασίας είναι κάτι παραπάνω από αρκετή. Άλλωστε, όταν συνειδητοποιείς ότι η
ανυπομονησία σου για το επόμενο "Hunger Games" ξεπερνά αυτή για το
"Hobbit", καταλαβαίνεις πόσο σοβαρά πρέπει να το πάρεις...
Υ.Γ.:
Για την Jennifer τα λόγια περιττά...
Βαθμολογία: 3.5/5
Πιο βαρετό πέθαινες δυστυχώς :(
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αλήθεια είναι ότι η πρώτη ταινία με είχε κουράσει πολύ, αλλά η δεύτερη είναι πολύ καλύτερη κατά την άποψή μου! Είχε να πει πράγματα σε πολλά επίπεδα και δημιουργησε προσδοκίες για το επόμενο μέρος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧριστός Ανέστη και χρόνια πολλά!:)
mahler76, γιατί; Εγώ το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαριόν, εγώ εκτίμησα και την πρώτη πολύ, αλλά αυτή εδώ με ενθουσίασε! Χρόνια πολλά, έστω και αργοπορημένα.. :)
@Ψηλόκαρδος
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα φταίει που ουσιαστικά ήταν η μισή ταινία, μιας και το υπόλοιπο θα το δούμε σε λίγους μήνες; Να είναι που μου φάνηκε το ίδιο κόνσεπτ ως επανάληψη εντελώς; Δεν ξέρω. Πάντως καμία σχέση με το πρώτο.
όχι ακριβώς μισή ταινία, αλλά απλό επεισόδιο franchise κι όχι αυτοτελής ταινία ήταν πράγματι. Και το τελειώνουν πολύ άτσαλα μάλιστα. Αλλά το -πανέξυπνο- κόνσεπτ θεωρώ πως το έχουν διαχειριστεί καλύτερα εδώ απ' ό,τι στην πρώτη ταινία. :)
ΑπάντησηΔιαγραφή