«Ένα
πιο προσεγμένο σενάριο και κάποιον καλύτερο συνθέτη» είχα ευχηθεί πριν από δύο
χρόνια να έχει ο δεύτερος «Amazing Spider-man». Το λοιπόν,
υπάρχουν καλά και κακά νέα. Τα καλά είναι ότι ο James
Horner, που συνέθεσε το ενοχλητικά αδιάφορο OST της πρώτης ταινίας, εδώ έχει αντικατασταθεί
-κυρίως- από τον ίσως πιο περιζήτητο χολιγουντιανό συνθέτη, Hans Zimmer. Δεν έχουμε φυσικά
κάτι τόσο αξιομνημόνευτο όσο το score των «Πειρατών της
Καραϊβικής» ή του νολανικού Μπάτμαν, η βελτίωση ωστόσο είναι αισθητή. Το theme του Electro,
δε, όπως παίζεται κατά τη «μεταμόρφωσή» του, είναι πράγματι επιβλητικότατο.
Τα κακά νέα είναι δυστυχώς και πολύ πιο ουσιώδη.
Το νέο συγγραφικό team (μόνο ο James Vanderbilt συμμετείχε στην προηγούμενη ταινία) υπογράφει ένα σενάριο που παίρνει
κάτω από τη βάση ακόμα και στα πιο βασικά στοιχεία πλοκής. Ας πάρουμε τα
στοιχειώδη: Έχουμε από τη μία τον Spider-man κι από την
άλλη δύο κακούς (δεν αναφέρω τον Rhino, μιας και είναι καθαρά δευτερεύων και εκτός
βασικού στόρι) που τον μισούν θανάσιμα. Αν ρωτήσετε γιατί, θα είστε πολύ
απαιτητικοί για αυτό το σενάριο όπου δε χωρούν διευκρινίσεις τέτοιων περιττών
λεπτομερειών. Εκτός αν δεχτούμε ως κίνητρο του Electro το ότι έχει κόμπλεξ κατωτερότητας…
Το φιλμ μοιάζει γενικότερα να έχει αντιμετωπιστεί
από τους συντελεστές του μάλλον ως ρομαντική κομεντί παρά ως super-hero film. Πράγμα βεβαίως που θα μπορούσε να μην είναι
καθόλου κακό, δεδομένου του πόσο αποτελεσματικό ήταν και εξακολουθεί να είναι
το love story των Andrew Garfield και Emma Stone. Μόνο που το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια
σουπερηρωική ταινία που λειτουργεί τέλεια σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο κομμάτι
και είναι άκρως προβληματική στο σουπερηρωικό!
Αυτός ο Spider-man λοιπόν φαντάζει τρομακτικά άνισος, σαν να πρόκειται για δύο
διαφορετικές ταινίες που ενώθηκαν στο μοντάζ. Από τη μία, το υπέροχο ρομάντζο
του Peter και της Gwen, που επαναφέρει ακέραια την καταπληκτική χημεία που αναπτύχθηκε μεταξύ
τους στο πρώτο μέρος, και, από την άλλη, η απογοητευτική περιπέτεια φαντασίας
που, με εξαίρεση τα εντυπωσιακότατα πλάνα του Spider-man να αιωρείται πάνω από τη
Νέα Υόρκη, σε κάνει να απορείς με την ανοησία όσων παρακολουθείς.
Αναλυτικά: Βλέπουμε σκηνές δράσεις δίχως ένταση,
που προσπαθούν αμήχανα να συνδυάσουν δράση και χιούμορ, δίνοντας την εντύπωση
ότι βγήκαν από παιδική σειρά κινουμένων σχεδίων. Βλέπουμε έναν Paul Giamatti στα όρια της γελοιότητας και έναν σχεδόν εξευτελιστικά κακογραμμένο Electro (Jamie Foxx). Βλέπουμε επίσης να θέτονται τα θεμέλια για τη
σύσταση της ομάδας σούπερ-κακών «Sinister Six», με τον
«αρχι-κακό» Green Goblin να μην έχει κανένα λόγο να
είναι κακός! Και για κερασάκι στην τούρτα, σαν δόσεις ακούσιας αυτοπαρωδίας,
βλέπουμε αφενός τους αμερικανούς πολίτες –παρουσιαζόμενους βλακωδώς
μαζοποιημένους- να επευφημούν τον Spider-man και να γιουχάρουν τον Electro λες και βρίσκονται σε ρινγκ, και, αφετέρου, ένα
παντελώς περιττό μίνι-subplot σε ένα αεροπλάνο, που δε σχετίζεται άμεσα με
κανέναν από τους χαρακτήρες του στόρι!
Κι ενώ ο Spider-man σε αφήνει
άναυδο για τη βιασύνη με την οποία αντιμετωπίζεται μια ταινία των 200
εκατομμυρίων δολαρίων, ο Peter Parker κατορθώνει να σε κερδίσει με τα πιο αγνά υλικά:
τη χημεία μεταξύ ενός κινηματογραφικού ζευγαριού και την καρδιά που βρίσκει μια
χαραμάδα μέσα σε ένα στεγνά εμπορικό κατασκεύασμα για να ριζώσει. Η ερωτική
ιστορία του Peter και της Gwen, του Andrew και της Emma δεν είναι μόνο μια ανάσα φρεσκάδας μέσα σε ένα σύνολο εφετζίδικης
μετριότητας, είναι όλη η ψυχή και το νόημα ύπαρξης της ταινίας. Είναι το μόνο
στοιχείο της στο οποίο τα πάντα λειτουργούν άψογα, επειδή οι δύο πρωταγωνιστές
έχουν ταιριάξει τόσο πολύ που όλα τα άλλα, οι ατάκες, η πορεία της σχέσης τους,
μοιάζουν να διαμορφώνονται από μόνα τους. Περιέχει τους μοναδικούς αληθινά
απολαυστικούς διαλόγους του σεναρίου, που συνδυάζουν εύστοχο χιούμορ με μια
ιδιαίτερη τρυφερότητα. Και τελικά αυτό το love story εντυπωσιάζει πολύ
περισσότερο από οποιοδήποτε CGI με το πόσο συγκινητικό καταφέρνει να γίνει, με
αποκορύφωμα μια εξέλιξη-σταθμό για τα κόμικς, που θα έχουν ήδη προβλέψει οι
γνώστες των χάρτινων ιστοριών του ήρωα. Μετά από αυτό το «I love you» πάντως, ο Spider-man κερδίζει επάξια τον τίτλο του πιο τρυφερά ρομαντικού σούπερ-ήρωα και
αξίζει να τον θυμόμαστε έστω και μόνο για αυτό.
Συνοπτικά, ο δεύτερος «Amazing Spider-man» είναι εξαιρετικά άνισος, τόσο που μοιάζει χωρισμένος σε δύο ταινίες,
με την αδικαιολόγητα αδύναμη σουπερηρωική περιπέτεια να χάνει κατά κράτος από
το αληθινά υπέροχο ρομάντζο. Οι κακοί είναι απαράδεκτοι και η ταινία φλερτάρει
με το camp, έχει όμως την τύχη να διαθέτει για πρωταγωνιστή τον Andrew Garfield, ο οποίος παραδίδει μια μνημειώδη για το είδος
ερμηνεία. Και όσο κι αν χάνεται πίσω από τη μάσκα και τις κακές σκηνές δράσεις,
ο ταλαντούχος 31χρονος (!) ηθοποιός έχει δημιουργήσει ένα χαρακτήρα που δεν
μπορείς παρά να αγαπήσεις.
Υ.Γ.: Καλό θα ήταν πάντως για τον Marc Webb να επιστρέψει στις ρομαντικές
κομεντί. Προβλέπεται ότι θα κάνει θαύματα.
Βαθμολογία: 2/5
Μόνο για κατέβασμα δηλαδή.
ΑπάντησηΔιαγραφήε, 7,5 € δεν αξίζει..
ΑπάντησηΔιαγραφή(μια θέαση όμως την αξίζει, νομίζω. Θες dvd, θες κατέβασμα, εγώ πάντως για αυτό το ζευγαράκι μιλάμε λιώνω..)
Ταινιάρα ήταν απλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ πάλι -με μια επιφύλαξη- νομίζω ότι είναι ίσως η χειρότερη όλης της spider-σειράς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά το love story της είναι το καλύτερο! Κι ας επαναλαμβάνομαι, το ξαναλέω. Αυτό, ναι, είναι amazing!
Μα γιατί πεθαίνει! Στα επόμενα ξερεται με ποία τα φτιάχνει;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο μαλάκας φίλε...
ΔιαγραφήΣποϊλεράκι το σχόλιό ε.. Ας προειδοποιούμε για όσους δεν την έχουν δει..
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε τη Mary Jane, την πάλαι ποτέ Κρίστεν Ντανστ, που είναι και το αιώνιο αίσθημα. Ο συγκεκριμένος θάνατος, τώρα, υπήρχε και στα κόμικς και ήταν από τα σημαντικότερα γεγονότα στην χάρτινη πορεία του Spider-man. Επομένως ήταν αναπόφευκτη η κινηματογραφική απεικόνισή του. Για μένα κιόλας ήταν από τα πολύ δυνατά (και συγκινητικά) σημεία της ταινίας.