Η ζωή είναι ένα δέντρο. Οι διακλαδώσεις του αποτελούν τις επιλογές που μπορεί κανείς να κάνει στη ζωή, τα κλαδιά του τους δρόμους που μπορεί να ακολουθήσει. Ο Τέρενς Μάλικ θέτει αρχικά δύο δρόμους ως επιλογή, εκείνον της Φύσης και εκείνον της θείας Χάρης. Όσοι ακολουθούν το δρόμο της Φύσης, που αντιπροσωπεύεται από τον πατέρα (Μπραντ Πιτ), είναι εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τον εαυτό τους, που θέλουν μονάχα να περνούν οι ίδιοι καλά και χρησιμοποιούν ακόμα και τους άλλους για να το πετύχουν. Εκείνοι που ψάχνουν αφορμές για να είναι θυμωμένοι, που για όλα τους φταίνε οι άλλοι, που θεωρούν την καλοσύνη προϊόν εκμετάλλευσης. Ό,τι χαρακτηρίζει τη Φύση συνοψίζεται εύστοχα σε μία σκηνή καυγά του πατέρα με τα παιδιά του την ώρα του φαγητού. Στο πρόσωπο της μητέρας (Τζέσικα Τσάστεϊν) αντίθετα αντικατοπτρίζεται η Χάρη, που εκπροσωπεί την αγάπη, τη συμπόνια και τη συγχώρεση.
Ο Μάλικ ασκεί κριτική στους Αμερικανούς και σε κάποια κομμάτια της ιδεολογίας τους, όσο και στην κατάχρηση εξουσίας γενικότερα. Στοχάζεται πάνω στο νόημα της ύπαρξης και κυρίως στο πόσο ασύλληπτα μικρός είναι ο άνθρωπος σε σύγκριση με το σύμπαν, αλλά και με το έργο του Θεού(;). Οι πολυάριθμες εικόνες του σύμπαντος, η αναδρομή στη δημιουργία του κόσμου και το πέρασμα των δεινοσαύρων αποσκοπεί, εν μέρει τουλάχιστον, στην ενίσχυση του στοχασμού αυτού.
Οι συμβολισμοί και οι προβληματισμοί του Μάλικ άλλοτε μοιάζουν σύνθετοι και άλλοτε απλοϊκοί, πράγμα όμως αρκετά λογικό σε ένα έργο που είναι από την κορφή ως τα νύχια αφιερωμένο σε αυτούς. Ο σκηνοθέτης θέτει ερωτήματα τα οποία σαφώς δεν μπορεί να απαντήσει, αλλά στο τέλος ξεκαθαρίζει σε κάποιο βαθμό τη θέση του, αναζητώντας απαντήσεις στη θρησκεία.
Ως ταινία, το «Δέντρο της ζωής» είναι ‘δύσκολο’ και δεν θα ικανοποιήσει το θεατή που παρασύρεται από το άκουσμα βραβείων και του ονόματος του Μπραντ Πιτ, που παραπέμπει σε mainstream κινηματογράφο. Ο Μάλικ δεν κάνει mainstream κινηματογράφο, αλλά ισχυρά αντισυμβατικό. Υιοθετεί μια άναρχη, ‘ονειρική’ σεναριακή δομή, γεμάτη αμέτρητες σύντομες σκηνές, με σχεδόν ασταμάτητη (αλλά θαυμάσια) μουσική υπόκρουση, σα να βλέπεις βίντεο κλιπ. Όπως όμως είναι προφανώς αδύνατον να παρακολουθήσεις βίντεο κλιπ που διαρκεί πάνω από δύο ώρες, έτσι και η ταινία κουράζει, ενώ στο τελευταίο δεκάλεπτο μοιάζει αμήχανη και ατελείωτη.
Αυτό που αξίζει πραγματικά στο φιλμ, είναι το εικαστικό του κομμάτι. Αληθινά καταπληκτικό, σε αφήνει διαρκώς άφωνο. Υπάρχουν εικόνες που, αν και καθαρά βιβλικές, είναι πανέμορφες και φαντασμαγορικές. Κάθε, μα κάθε πλάνο μοιάζει εξαιρετικά προσεγμένο, η φωτογραφία του Emmanuel Lubezki θα ‘παίξει’ στα Όσκαρ και το αποτέλεσμα είναι οπτικά μαγευτικό. Ερμηνευτικά το έργο είναι επίσης εξαιρετικό. Όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί, με αποκορύφωμα το βαθύ και ‘ραγισμένο’ βλέμμα του Σον Πεν, είναι εκπληκτικοί, ακόμα και τα παιδιά.
Ωραία όλα αυτά, μα τελικά ο Μάλικ πάνω απ’ όλα κάνει επίδειξη σκηνοθετικών ικανο-τήτων και όχι κάτι περισσότερο. Οι φιλοσοφικοί στοχασμοί του και οι θρησκευτικοί προβληματισμοί του μοιάζουν κομμάτι της επίδειξης και δεν διαθέτουν τόση ουσία ώστε να δικαιολογείται η φήμη και οι διακρίσεις της ταινίας, πόσο μάλλον ο Χρυσός Φοίνικας με τον οποίο βραβεύτηκε στις Κάνες…
Συνοπτικά:
Ο Τέρενς Μάλικ στοχάζεται γύρω από τη ζωή και την ανθρώπινη ύπαρξη, παίρνοντας θέση απέναντι στα ερωτήματα που θέτει, χωρίς όμως να δίνει, φυσικά, απάντηση. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα της ταινίας, είναι όμως ο λόγος για τον οποίο δεν δικαιολογείται τόση διάκριση. Δυνατά χαρτιά αποτελούν οι άψογες ερμηνείες και οι καλλιτεχνικοί και τεχνικοί τομείς που είναι απλά αριστουργηματικοί. Μόνο που όλα αυτά μοιάζουν κομμάτια μιας επίδειξης σκηνοθετικών ικανοτήτων, που επί δυόμισι, σχεδόν, ώρες, δεν μπορούν παρά να κουράσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου