Μία πραγματικά ενδιαφέρουσα βασική ιδέα: Η
ιστορία ενός άντρα, του Νταβίντ Βοζνιάκ, που, όντας στο παρελθόν δωρητής
σπέρματος (με το ψευδώνυμο «Starbuck», για να
δικαιολογήσουμε τον τίτλο), καταλήγει βιολογικός πατέρας πεντακοσίων τριάντα
τριών παιδιών! Καθώς ένας μεγάλος αριθμός από αυτά προσπαθεί να ανακαλύψει από
ποιον προέρχονται τα γονίδιά του, ο Νταβίντ αρχίζει να γνωρίζει ένα-ένα τα
παιδιά του, χωρίς να τους αποκαλύπτει τη συγγένειά τους, μα θέλοντας να τα
βοηθήσει όπως μπορεί για να τα δει ευτυχισμένα. Όχι σαν πατέρας τους, αλλά σαν
ένας φύλακας άγγελος.
Ο Νταβίντ (και ο θεατής μαζί του) έρχεται
σε επαφή με μία σειρά από διαφορετικούς μεταξύ τους νέους ανθρώπους, όπως έναν
επιτυχημένο επαγγελματία ποδοσφαιριστή, έναν σερβιτόρο που ονειρεύεται να γίνει
ηθοποιός, μία κοπέλα εθισμένη στα ναρκωτικά. Το κομμάτι αυτό είναι και το
ουσιαστικότερο της ταινίας. Ο άτυχος, «άχρηστος» και πνιγμένος (μεταφορικά και
κυριολεκτικά!) στα χρέη Νταβίντ αντιλαμβάνεται πως η αξία του χρήματος είναι ασήμαντη
μπροστά σε αυτήν της αγάπης, της κατανόησης και του αλτρουισμού, χάρη στην
οποία καταφέρνει να νιώσει πραγματικά χρήσιμος και να δώσει στην ζωή του πολύ
μεγαλύτερη ουσία απ’ όση θα του εξασφάλιζε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό. Σχετικά
με τα παιδιά του, ανθρώπους διαφορετικούς αλλά και τόσο ίδιους ταυτόχρονα, αυτό
που θα καταλάβει είναι ότι τελικά δεν είχαν ανάγκη τόσο τον ίδιο (είτε ως
πατέρα είτε ως φύλακα άγγελο) αλλά κυρίως ο ένας τον άλλο…
Η εμπορική επιτυχία του φιλμ στον Καναδά
προφανώς οφείλεται στα όμορφα μηνύματα και την τρυφερή του σκηνοθεσία. Μα πέρα
από αυτά, υπάρχει πρόβλημα… Ο σκηνοθέτης, Ken Scott, και ο Martin Petit αδυνατούν στο
σενάριό τους να αγγίξουν την καρδιά της κατά τ’ άλλα εξαιρετικά ενδιαφέρουσας
ιστορίας τους και περισσότερο την ξεχειλώνουν σε μήκος παρά την εξερευνούν σε
βάθος. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, είσαι σίγουρος για δύο πράγματα:
Πρώτον, ότι η ζωντανή σκηνοθεσία θα είναι αυτή που θα σώσει το όλο εγχείρημα
και δεύτερον ότι η πλοκή θα εξελιχθεί υπερβολικά “ωραία”…
Πράγματι, μέχρι ενός σημείου, ο Scott κατορθώνει να σε
ταυτίσει με τον συμπαθή ήρωά του και, όσο μπορεί, να σε συγκινήσει. Εν συνεχεία
όμως γίνονται όλο και πιο σαφή η χιουμοριστική αμηχανία του σεναρίου και η
προσπάθειά του να τραβήξει την ιστορία του από τα μαλλιά ώστε να την φτάσει σε μία
αξιόλογη διάρκεια. Το ένα subplot διαδέχεται το
άλλο, κάποια εκ των οποίων μένουν παντελώς ανολοκλήρωτα, το στόρι όσο
εξελίσσεται καταντά όλο και πιο τραβηγμένο, ο ρυθμός συχνά κολλάει και το
φινάλε είναι όσο πιο προβλέψιμα γλυκανάλατο θα μπορούσατε να φανταστείτε… Η
ταινία εν τέλει καταφέρνει να αγγίξει τα εκατό λεπτά. Τη στιγμή που αν διαρκούσε
μισή ώρα λιγότερο θα ήταν πολύ αποτελεσματικότερη…
Συνοψίζοντας, το «Starbuck» είναι μία ταινία
με όμορφα μηνύματα και τρυφερή σκηνοθεσία, στο σύνολό της όμως κουραστική και
υπερβολικά γλυκανάλατη…
Βαθμολογία: 2/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου